θοινάτωρ

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοινᾱ́τωρ Medium diacritics: θοινάτωρ Low diacritics: θοινάτωρ Capitals: ΘΟΙΝΑΤΩΡ
Transliteration A: thoinátōr Transliteration B: thoinatōr Transliteration C: thoinator Beta Code: qoina/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, feaster, E.Ion1206, 1217.

German (Pape)

[Seite 1213] ορος, ὁ, = θοινατήρ, der Schmausende, Eur. Ion 1206. 1217. Vgl. θοινήτωρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. θοινατήρ.

Russian (Dvoretsky)

θοινάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ Eur. = θοινατήρ.

Greek (Liddell-Scott)

θοινάτωρ: ᾱ, ορος, ὁ, θοινατήρ, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1206, 1217· πρβλ. θοινήτωρ.

Greek Monolingual

θοινάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
θοινατήρ, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα -τωρ (πρβλ. γενέτωρ, ευπάτωρ, συνδαίτωρ)].

Greek Monotonic

θοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, = θοινατήρ, σε Ευρ.

Middle Liddell

θοινά¯τωρ, ορος, = θοινατήρ, Eur.] [from θοινάω

English (Woodhouse)

guest at a feast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)