συνοίσω

Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A v. συμφέρω, συνοίσειν.

Greek (Liddell-Scott)

συνοίσω: μέλλ. τοῦ συμφέρω.

French (Bailly abrégé)

fut. de συμφέρω.

Greek Monotonic

συνοίσω: μέλ. του συμφέρω.