A v. σεύω.
σύτο: [ῠ], ἴδε τὸ ῥῆμα σεύω.
3ᵉ sg. ao.2 Moy. poét. de σεύω.
see σεύω.
σύτο: [ῠ], Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του σεύω.