συσχολάζω

Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A spend one's leisure with others: to be a fellow-pupil in philosophy, study together or with, οἱ -άζοντες fellow-students, Phld.Lib.p.35 O., al., cf. Plu.Lyc.16, Alc.24; Ἀριστάρχῳ -εσχολᾰκώς Phld.Acad.Ind.p.101 M.; τοῖς φιλοσόφοις Ath.4.168a, cf. Plu. Alex.65, Luc.Jud.Voc.8, etc.; Χρυσίππῳ παρὰ Κλεάνθει Ath.8.354 e.

German (Pape)

[Seite 1046] mit, zugleich Muße haben, sie genießen, worauf verwenden, Sp.; Jemandes Mitschüler sein, τινί, Luc. Iud. voc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

συσχολάζω: διέρχομαι τὰς ὥρας τῆς σχολῆς μετά τινος, εἶμαι συμμαθητὴς ἢ σύντροφος ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, διέρχομαι τὸν καιρόν μου μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μετ’ ἀλλήλων εἴθιζε (τοὺς παῖδας) συμπαίζειν καὶ συσχολάζειν Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· ἐν τῷ συσχολάζειν καὶ συνδιαιτᾶσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 24· τινὶ = μετά τινος, Ἀθήν. 168Α, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 8, Ἀλέξ. 65, κλπ.· τινὶ παρά τινι Ἀθήν. 354Ε.

French (Bailly abrégé)

I. se récréer ensemble;
II. étudier ensemble :
1 étudier avec un maître, fréquenter un maître;
2 étudier avec des disciples, instruire, enseigner;
3 étudier avec des camarades, être condisciple : τινι de qqn.
Étymologie: σύν, σχολάζω.

Greek Monolingual

Α
1. περνώ τις ώρες της σχόλης μαζί με κάποιον
2. (κατ' επέκτ.) είμαι συμμαθητής κάποιου, σπουδάζω μαζί με κάποιον
3. (γενικά) περνώ τον καιρό μου μαζί με κάποιον, είμαι σύντροφος κάποιου («ἐν τῷ συσχολάζειν καὶ συνδιαιτᾱσθαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σχολάζω «σχολάω, αργώ»].

Greek Monotonic

συσχολάζω: μέλ. -σω, είμαι συμμαθητής ή σύντροφος κάποιου στα μαθήματα φιλοσοφίας ή στις φιλοσοφικές αναζητήσεις, περνώ τον καιρό μου μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.