τάφρη

Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ, Ion. for τάφρος (which is v.l.), Hdt.4.28,201: also τράφη, IG12(7).62.27 (Amorgos, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, ion. statt τάφρος, Her. 4, 201; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τάφρη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τάφρος, Ἡρόδ. 4. 28, 201, ἔνθα ἴδε Schweigh.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. τάφρος.

Greek Monolingual

και τράφη, ἡ, Α
ιων. τ. τάφρος («τάφρην ὀρύξας εὐρείην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του τάφρος (), κατά τα θηλ. σε -η].

Greek Monotonic

τάφρη: ἡ, Ιων. αντί τάφρος, σε Ηρόδ.