τάφρη
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
English (LSJ)
ἡ, Ion. for τάφρος (which is v.l.), Hdt.4.28,201: also τράφη, IG12(7).62.27 (Amorgos, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, ion. statt τάφρος, Her. 4, 201; Suid.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. τάφρος.
Russian (Dvoretsky)
τάφρη: ἡ Her. = τάφρος.
Greek (Liddell-Scott)
τάφρη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τάφρος, Ἡρόδ. 4. 28, 201, ἔνθα ἴδε Schweigh.
Greek Monolingual
και τράφη, ἡ, Α
ιων. τ. τάφρος («τάφρην ὀρύξας εὐρείην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του τάφρος (ἡ), κατά τα θηλ. σε -η].
Greek Monotonic
τάφρη: ἡ, Ιων. αντί τάφρος, σε Ηρόδ.