τείχισις

Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A the work of walling, wallbuilding, Th.7.6, X.HG6.5.4.

German (Pape)

[Seite 1081] ἡ, Erbauung oder Aufführung einer Mauer, eines Befestigungswerkes; Thuc. 7, 6; Xen. Hell. 6, 5, 4; Luc. salt. 41.

Greek (Liddell-Scott)

τείχῐσις: -εως, ἡ, τὸ τειχίζειν, κτίσιμον τείχους, περιτείχισις, Θουκ. 7. 6, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
construction d’un rempart, d’un ouvrage de défense.
Étymologie: τειχίζω.

Greek Monotonic

τείχῐσις: ἡ (τειχίζω), εργασία περιτείχισης, η ίδια η περιτείχιση, σε Θουκ., Ξεν.