Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
η / περιτείχισις, -ίσεως, ΝΑ περιτειχίζωπεριβολή, οχύρωση ενός χώρου με τείχοςνεοελλ.κτίσιμο, ανέγερση κτίσματος ολόγυρα από κάτιαρχ.1. αποκλεισμός, πολιορκία με την κατασκευή τείχους γύρω από κάτι2. άμυνα.