τειχομάχης

Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ου, Dor. -ας, ὁ,

   A storming walls, besieger, τ. ἀνήρ Ar.Ach.570 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ, = τειχομάχος, Ar. Ach. 570 τειχομάχας ἀνήρ.

Greek (Liddell-Scott)

τειχομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ προσβάλλων τὰ τείχη, πολιορκητής, μηχανικός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 570, ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ -ας.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui combat sur les remparts ou autour des remparts.
Étymologie: τεῖχος, μάχομαι.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. -ας, ὁ, Α τειχομαχῶ
τειχομάχος.

Greek Monotonic

τειχομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ (μάχομαι), αυτός που προσβάλλει τα τείχη, πολιορκητής, σε Αριστοφ.