τάφρ-ιον, τάχιστος, τάφρ-ιστα,
A v. ταχύς c.
τᾰχίων: -ιον, τάχιστος, -ιστα, ἴδε ἐν λέξ. ταχὺς Γ.
v. ταχύς.
τάχιον, ΜΑ(συγκριτ. τ.) βλ. ταχύς.
τᾰχίων: [ῑ], τάχιστος, βλ. ταχύς Γ.