τορεία

Revision as of 02:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A carving in relief, i.e. repoussé or chasing, Aristeas 58, Ph.2.478, J.AJ8.3.3, Plu.Aem.32, Dem.25.    2 metaph. of rhetorical art, Poll.6.141.

German (Pape)

[Seite 1129] ἡ, das Verfertigen erhabener Arbeit in Stein, Metall od. Holz, Plut. Aemil. Paull. 32 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορεία: ἡ, τὸ τορεύειν, ἐγγλύφειν, χαράττειν, ποιεῖν ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ἐπὶ ξύλου. Πλουτ. Αἰμίλ. 32, Δημοσθ. 25, κλπ. 2) μεταφορ., ἐπὶ τῆς ῥητορικῆς τέχνης, Πολυδ. ϛʹ, 141.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ciselure.
Étymologie: τορεύω.

Greek Monolingual

ἡ, Α τορεύω
η τέχνη του τορεύω, η φιλοτέχνηση αναγλύφου σε μέταλλο ή σε ξύλο.

Greek Monotonic

τορεία: ἡ (τορεύω), γλυπτό σε ανάγλυφο, σε Πλούτ.