τουτεί

Revision as of 02:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

German (Pape)

[Seite 1132] adv., dor. statt ταύτῃ, Theocr. 5, 103, = ἐκεῖ.

Greek Monolingual

και τουτεί Α
επίρρ. (δωρ. τ.) εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο, ουδ. της αντων. οὗτος + επιρρμ. κατάλ. -εῖ / -εί (πρβλ. παντ-εῖ)].

Greek Monotonic

τουτεί: Δωρ. επίρρ. αντί ταύτῃ, σε Θεόκρ.