[Seite 1132] adv., dor. statt ταύτῃ, Theocr. 5, 103, = ἐκεῖ.
και τουτεί Αεπίρρ. (δωρ. τ.) εδώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο, ουδ. της αντων. οὗτος + επιρρμ. κατάλ. -εῖ / -εί (πρβλ. παντ-εῖ)].
τουτεί: Δωρ. επίρρ. αντί ταύτῃ, σε Θεόκρ.