τρυσίβιος
English (LSJ)
[σῐ], ον, (tru/w)
A = τετρυμένον βίον ἔχουσα, γαστήρ Ar. Nu.421.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡσίβιος: -ον, (τρύω) ὁ καταπονῶν, κατατρύχων τὸν βίον, φειδωλοῦ καὶ τρυσιβίου γαστρός, «κεκολασμένης καὶ καταπονούσης τὸν βίον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 421.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui rend sa vie pénible.
Étymologie: τρύω, βίος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τρυσι- (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + -βιος (< βίος), πρβλ. σωσί-βιος].
Greek Monotonic
τρῡσίβῐος: -ον (τρύω), αυτός που καταστρέφει την ζωή, σε Αριστοφ.