ὑποπεινάω

Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A begin to be hungry, Ar.Pl.536 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πεινάω), ein wenig hungern, Ar. Plut. 536.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπεινάω: ἀρχίζω νὰ πεινῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 536.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
commencer à avoir faim.
Étymologie: ὑπό, πεινάω.

Greek Monotonic

ὑποπεινάω: μέλ. -ήσω, πεινώ κάπως, αρχίζω να πεινώ, σε Αριστοφ.