αρχίζω Search Google

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

και αρχινώ (-άω) και αρχινίζω (Μ ἀρχίζω και ἀρχινῶ [-άω] και ἀρχινίζω)
1. (για γεγονός ή χρονικό διάστημα) βρίσκομαι στην αρχή, στην έναρξη («άρχισαν οι ζέστες», «αρχίνησε ο πόλεμος»)
2. κάνω αρχή έργου ή πράξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρχίζω < αρχή ή άρχω. Ο τ. αρχινώ προήλθε είτε από παρετυμολογικό συμφυρμό των αρχίζω + χερνώ (< εγχειρνώ, < εγχειρώ ή εγχειρίζω) είτε, κατ' άλλη άποψη, από τα άρχω, αρχίζω + (κατάλ.) -ινώ, αναλογικά προς τα κινώ, ξεκινώ. Τέλος ο τ. αρχινίζω προήλθε πιθ. < αρχινώ + (κατάλ.) -ίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αρχίνημα, αρχίνισμα].