ὑποστροβέω

Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A agitate inwardly, ὑπ' αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ A.Ag.1215.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστροβέω: ταράσσω ἐσωτερικῶς, ὑπ’ αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1215.

Greek Monotonic

ὑποστροβέω: ταράζω εσωτερικά, σε Αισχύλ.