ου (τό) :support d’un petit cratère.Étymologie: ὑπό, κρατήρ.
ὑποκρᾱτηρίδιον: Ιων. ὑποκρητ-, τό, βάση πάνω στην οποία τοποθετείται ο κρατήρ, σε Ηρόδ.