κρατήρ

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾱτήρ Medium diacritics: κρατήρ Low diacritics: κρατήρ Capitals: ΚΡΑΤΗΡ
Transliteration A: kratḗr Transliteration B: kratēr Transliteration C: kratir Beta Code: krath/r

English (LSJ)

Ion.and Ep. κρητήρ, κρατῆρος, ὁ, (κεράννυμι)
A krater, crater, mixing vessel, esp. bowl, in which wine was mixed with water, κρατὴρ ἀργύρεος, κρατὴρ χρύσεος, Il.23.741,219; [κρατὴρ] ἀργύρεος ἔστιν ἅπας, χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται Od.4.615; οἶνον δ' ἐκ κρητῆρος ἀφυσσόμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον Il.3.295, cf. 247; κρητῆρι δὲ οἶνον μίσγον ib.269; κρητῆρα κερασσάμενος Od.7.179, 13.50; οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ 1.110, cf.Sapph.51, Alc. 45, S.OC159 (lyr.), Ar.Ec.841; κρατῆρα κεράσαι Orac. ap. D.21.53, cf. Th.6.32; κρητῆρα καὶ ὑποκρητήριον SIG2 (Sigeum, vi B.C.); πίνοντες κρητῆρας drinking bowls of wine, Il.8.232; κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον to set up a bowl of wine to be drunk in honour of the deliverance 6.528, cf. Od.2.431; κρητῆρα ἐπιστέψασθαι ποτοῖο, v. ἐπιστέφω; κρατῆρος μέρος μετασχεῖν A.Ch.291; σπονδὴ τρίτου κρατῆρος S.Fr. 425.
2 metaph., κρατὴρ ἀοιδᾶν, of the messenger who bears an ode, Pi.O.6.91; κρατὴρ κακῶν, of a sycophant, Ar.Ach.937 (lyr.); τοσόνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακων πλήσας… ἐκπίνει A.Ag.1397; αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαι, of civil war, D.H.7.44.
3 a constellation, Crater, the Cup, Ptol.Tetr.27.
II any cup-shaped hollow, basin in a rock, S. OC1593, cf. Pl.Phd. 111d.
2 mouth of a volcano, crater, Arist. Mu.400a33 (pl.), Plb.34.11.12 (pl.), Luc.Trag.23.

German (Pape)

[Seite 1502] ῆρος, ὁ, ion. u. ep. κρητήρ, das Mischgefäß, in welchem man den Wein mit Wasser mischte, da man gewöhnlich beim Mahle nicht reinen Wein trank, u. aus welchem man dann die Becher füllte; κρητῆρα κερασσάμενος μέθυ νεῖμον πᾶσιν ἀνὰ μέγαρον Od. 7, 179. 13, 50, vgl. 18, 423; κρητῆρι δὲ οἶνον μίσγον Il. 3, 269; οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ Od. 1, 110; κρητῆρας πίνειν, die Mischgefäße austrinken, Il. 8, 232; κρητῆρα ἵστασθαι, ein Mischgefäß aufstellen, um zu trinken, Od. 2, 431; κρητῆρα ἐλεύθερον στήσασθαι, ein Mischgefäß zur Feier der Befreiung aufstellen, Il. 6, 528. Vgl. auch noch ἐπιστέφω. Das Mischgefäß, bei Reichen und Vornehmen silbern, Il. 23, 741 Od. 9, 203, mit goldenem Rande, 4, 615, auch wohl ganz vergoldet, Il. 23, 219, stand auf einem Dreifuße links am Eingange, Od. 21, 241. 22, 333. – Tragg.; οὔτε κρατῆρος μέρος εἶναι μετασχεῖν, οὐ φιλοσπόνδου λιβός Aesch. Ch. 289; übertr., τοσῶνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακῶν ὅδε πλήσας ἀραίων αὐτὸς ἐκπίνει μολών Ag. 1370, wie Ar. Ach. 937; κρατῆρας ἐγκιρνᾶσιν Eccl. 841. – Auch ein Gefäß zu anderen Flüssigkeiten; κρατῆρες πλέῳ γάλακτος Eur. Cycl. 215. Bei Soph. O. C. 157 κάθυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει von einem Thal, in welchem Bäche zu sammenfließen. – Uebtr. κρατῆρα πολιτικοῦ αἵματος στῆσαι D. Hal. 7, 44. – Auch der Kessel eines feuerspeienden Berges, in welchem die Lava kocht, u. die Öffnung, aus welcher sie ausströmt, Arist. de mund. 4 u. A.; vgl. Pol. 34, 11, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
I. cratère, càd :
1 grand vase où l'on mêlait le vin et l'eau pour y puiser avec les coupes ordinaires ; κρατὴρ πρῶτος, δεύτερος, τρίτος, libation du 1er, du 2ᵉ, du 3ᵉ cratère, càd en l'honneur de Zeus, de la Terre et des Héros, enfin de Zeus Sôter ; κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον IL placer un cratère (pour préparer les libations aux dieux en reconnaissance de la victoire qui assure l'indépendance) ; p. ext. πίνειν κρατῆρας IL boire des coupes (de vin);
2 p. ext. tout vase pour liquide ; fig. κρατὴρ κακῶν ESCHL coupe de maux;
II. p. anal. bassin dans un roc.
Étymologie: R. Καρ > κρα, mêler ; cf. κεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατήρ -ῆρος, ὁ, ep. en Ion. κρητήρ [κεράννυμι] krater, mengvat: ook de inhoud ervan:; κρητῆρα κεράσασθαι (de wijn in) het mengvat mengen Od. 13.50; overdr.: τοσῶνδε κρατῆρ’ ἐν δόμοις κακῶν ὅδε πλήσας ἀραίων αὐτὸς ἐκπίνει hij (Agamemnon) drinkt de beker leeg die hij zelf met zoveel rampzalige vervloekingen heeft gevuld Aeschl. Ag. 1397. holte, bekken:. κοίλου πέλας κρατῆρος vlak bij het holle bekken Soph. OC 1593. krater (van een vulkaan).

Russian (Dvoretsky)

κρᾱτήρ: эп.-ион. κρητήρ, ῆρος ὁ
1 кратер, сосуд для смешивания вина с водой (из которого разбавленное вино разливалось в чаши): κρητῆρα κεράσσασθαι Hom. и κρατῆρα κεράσαι Plat., Dem. разбавить вино в кратере;
2 чаша для вина (πίνειν κρατῆρας Hom.): κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον Hom. поставить чашу свободы, т. е. пить в честь освобождения города от осады;
3 чаша, сосуд (вообще) (κρατῆρες πλέῳ γάλακτος Eur.): κ. κακῶν Aesch. чаша бедствий;
4 (тж. κοῖλος κ. Soph.) впадина, котловина Plat.;
5 кратер вулкана (οἱ ἐν Αἴτνῃ κρατῆρες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾱτήρ: Ἰων. καὶ Ἐπικ. κρητήρ, ῆρος, ὁ· (κεράννυμι)· ― ἀγγεῖον πρὸς κρᾶσιν, κυρίως μέγα καὶ εὐρὺ ἀγγεῖον, ἐν ᾧ (κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἀρχαίων) ὁ οἶνος ἐκιρνᾶτο μετὰ ὕδατος καὶ ἐξ οὗ ἐπληροῦντο τὰ ποτήρια (ἴδε ἐν λέξ. ἐπάρχομαι), οἶνον δ’ ἐκ κρητῆρος ἀφυσσόμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον Ἰλ. Γ. 295, πρβλ. 247· κρητῆρι δὲ οἶνον μῖσγον αὐτόθι 269· κρητῆρα κερασσάμενος Ὀδ. Η. 179., Ν. 50, κτλ.· οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ Α. 110 (πρβλ. κεράννυμι)· οὕτω Σοφ. Ο. Κ. 159, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 841, Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 25, κτλ.· ― ὡσαύτως πίνοντες κρητῆρας, κρατῆρας οἴνου, Ἰλ. Θ. 232· κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον, «ὃν εἰώθασι τῷ Διῒ ὑπὲρ ἐλευθερίας ἱστάναι κρατῆρα οἱ τοὺς πολεμίους ἀπωσάμενοι» (Σχόλ.), Ζ. 528, πρβλ. Ὀδ. Β. 431· περὶ τῆς φράσεως κρητῆρα ἐπιστέψασθαι ποτοῖο, ἴδε ἐν λέξ. ἐπιστέφω· κρατῆρος μέρος μετασχεῖν Αἰσχύλ. Χο. 291· κρατῆρα ἐκπίνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1397· σπονδὴ τρίτου κρατῆρος (ἴδε ἐν λ. σωτὴρ Ι. 2), Σοφ. Ἀποσπ. 375, κτλ. ― Ὁ κρατὴρ ἵστατο ἐπὶ τρίποδος ἐν τῇ μεγάλῃ αἰθούσῃ ἀριστερᾷ τῆς εἰσόδου, Ὀδ. Χ. 341· συνήθως ἦτο ἐξ ἀργύρου, Ἰλ. Ψ. 741, Ὀδ. Ι. 203, κτλ.· ἐνίοτε μετὰ στεφάνης ἢ χείλους ἐκ χρυσοῦ, Δ. 615· ἐνίοτε ἅπας κεχρυσωμένος, Ἰλ. Ψ. 219· ἐνίοτε ἵστατο ἐπὶ ὑποκρητηριδίου, Ἐπιγραφ. ἐκ Σιγείου ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 8· ὅρα πλείονα ἐν τῷ Λεξικῷ τῶν Ἀρχαιοτήτων. 2) μεταφ., κ. ἀοιδῶν, ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. ἐπὶ τοῦ ἀγγέλου τοῦ κομίζοντος τὴν ᾠδὴν αὐτοῦ, Ο. 6. 155· κ. κακῶν, ἐπὶ συκοφάντου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 936· τοσῶνδε κρατῆρ’ ἐν δόμοις... πλήσας κακῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1397· αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαι, ἐπὶ ἐμφυλίου πολέμου, Διον. Ἁλ. 7. 44. ΙΙ. κοίλωμα ἔχον τὸ σχῆμα ποτηρίου, κοίλωμα ἐντὸς πέτρας, δηλ. βράχου, Σοφ. Ο. Κ. 1593, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 111D. 2) τὸ στόμιον ἡφαιστείου, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 29, Πολύβ. 34. 11, 12, Λουκ., κτλ.

English (Slater)

κρᾱτήρ mixing bowl for wine θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται (N. 9.49) met., cf. κίρναμι a: ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, σκυτάλα Μοισᾶν, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν (sc. Αἰνέας, the chorus leader) (O. 6.91) θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν (I. 6.2)

Spanish

copa, cratera

Greek Monolingual

ο (AM κρατήρ, -ῆρος) Α ιων. και επικ. τ. κρητήρ, -ῆρος)
χοανοειδές άνοιγμα στο ανώτερο άκρο του ηφαιστειακού πόρου, από το οποίο βγαίνουν τα περισσότερα ηφαιστειακά αναβλήματα («καθάπερ τῶν ἐν Αἴτνη κρατήρων ἀναρραγέντων», Αριστοτ.)
2. αρχαίο ελληνικό αγγείο μεγάλου συνήθως μεγέθους, από πηλό, χαλκό ή από πολύτιμα μέταλλα, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την ανάμιξη του κρασιού με νερόοἶνον δ' ἐκ κρατῆρος ἀφυσσόμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον» Ομ. Ιλ.)
3. (ως κύριο ὸν.) αστρον. μικρός αστερισμός τοποθετημένος μεταξύ του Κόρακα, της Παρθένου, του Λέοντα, του Εξάντα και της Ύδρας
νεοελλ.
1. (ηλεκτρολ.) κοιλότητα που διαμορφώνεται στο άκρο του θετικού ηλεκτροδίου ενός τόξου άνθρακα λόγω ταχείας φθοράς του, η οποία οφείλεται στη δημιουργούμενη εκκένωση τόξου
2. φρ. α) «κρατήρες της Σελήνης» — κυκλικοί σχηματισμοί στην επιφάνεια της Σελήνης, βαθύτεροι κατά κανόνα από το γύρω έδαφος, οι οποίοι περιβάλλονται από υπερυψωμένο χείλος ή από σειρά διαδοχικών χειλέων
β) (αστρον.-γεωλ.) «κρατήρας έκρηξης» — μεγάλος κρατήρας που σχηματίζεται όταν ένας μετεωρίτης προσκρούσει στη Γη με ταχύτητα που υπερβαίνει τα 3 ώς 4 χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο και λόγω της οποίας ο μετεωρίτης εκρήγνυται
γ) (αστρον.-γεωλ.) «κρατήρας κρούσης» ή «κρατήρας πρόσπτωσης» — μικρός σχετικά κρατήρας που σχηματίζεται από μηχανική παραμόρφωση του εδάφους της Γης λόγω πρόσκρουσης ενός μετεωρίτη που κινείται με ταχύτητα μικρότερη από 3 έως 4 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο
μσν.
μτφ. αναβρασμός, έξαψη («τὸν κρατῆρα τῆς ὀργῆς»)
μσν.-αρχ.
1. δοχείο
2. μτφ. αυτός που προκαλεί αναβρασμό και ταραχή
(α. «κρατὴρ κακῶν» — ο συκοφάντης, Αριστοφ.
β. «κρατῆρα ἡδονῆς», Πρόδρ.)
αρχ.
1. οινοποσία, συμπόσιο («κρατήρων εἵργεσθαι τὸν ἀνδροφόνον», Δημοσθ.)
2. κοίλωμα σε βράχο
3. φρ. α) «κρατῆρα πίνω» — πίνω πολύ κρασί
β) «κρατῆρα ἵστημι ἐλεύθερον» — ετοιμάζω το δοχείο με το κρασί για να πιω υπέρ της ελευθερίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρα- (πρβλ. -κρά-θην, παθ. αόρ. του κεράννυμι), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα krā της δισύλλαβης ΙΕ ρίζας kerā- «αναμιγνύω» (βλ. και κεράννυμι) + επίθημα -τήρ / -τῆρος (πρβλ. βατήρ, λαμπτήρ). Η λ. είναι μαρτυρημένη στη μυκηναϊκή γραφή με τη μορφή ka-ra-te-ra].

Greek Monotonic

κρᾱτήρ: Ιων. και Επικ. κρητήρ, -ῆρος, ὁ (κεράννυμι),
I. 1. αγγείο για ανάμειξη, ιδίως, μεγάλο και ευρύ αγγείο μέσα στο οποίο ανακάτευαν νερό με κρασί και μέσω του οποίου γεμίζονταν τα κύπελα, σε Όμηρ. κ.λπ.· οἶνον δ' ἐκ κρητῆρος ἀφυσσάμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον, σε Ομήρ. Ιλ.· πίνοντες κρητῆρας, πίνοντας γαβάθες με κρασί, στο ίδ.· κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον, δίνω μια γαβάθα κρασί πίνοντας προς τον εορτασμό της απελευθέρωσης, στο ίδ.· ἐπιστέψασθαι ποτοῖο, βλ. ἐπιστέφω.
2. μεταφ., κρατῆρα πλήσας κακῶν, έχοντας γεμίσει μια γαβάθα με θρήνους, σε Αισχύλ.
II. κάθε κυπελλόσχημη κοιλότητα, γούρνα σε βράχο, σε Σοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

κεράννυμι
I. a mixing vessel, esp. a large bowl, in which the wine was mixed with water, and from which the cups were filled, Hom., etc.; οἶνον δ' ἐκ κρητῆρος ἀφυσσάμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον Il.; πίνοντες κρητῆρας drinking bowls of wine, Il.; κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον to give a bowl of wine to be drunk in honour of the deliverance, Il.; ἐπιστέψασθαι ποτοῖο, v. ἐπιστέφω.
2. metaph., κρατῆρα πλήσας κακῶν having filled a bowl full of woes, Aesch.
II. any cup-shaped hollow, a basin in a rock, Soph., Plat.

Wikipedia FR

Un cratère est un grand vase utilisé dans l'Antiquité, particulièrement chez les Grecs, pour mélanger le vin et l'eau (le vin, d'un degré alcoolique plus élevé qu'aujourd'hui, n'était pas bu pur). Un exemplaire célèbre est le cratère de Vix découvert dans la tombe de Vix, un cratère de bronze faisant plus de 1,60 m de haut pour plus de 200 kg, et un autre, le cratère de Derveni. Variantes: cratère à colonnettes, cratère en calice, cratère à cloche, cratère à volutes.

Wikipedia EN

Bell-krater rider Louvre G493.jpg
Bell-krater rider Louvre G493

A krater or crater (Greek: κρατήρ, kratēr, literally "mixing vessel") was a large vase in Ancient Greece, used for the dilution of wine with water. At a Greek symposium, kraters were placed in the center of the room. They were quite large, so they were not easily portable when filled. Thus, the wine-water mixture would be withdrawn from the krater with other vessels, such as a kyathos (pl. kyathoi), an amphora (pl. amphorai), or a kylix (pl. kylikes). In fact, Homer's Odyssey describes a steward drawing wine from a krater at a banquet and then running to and fro pouring the wine into guests' drinking cups. The modern Greek word now used for undiluted wine, krasi (κρασί), originates from the krasis (κράσις, i.e., mixing) of wine and water in kraters. Kraters were glazed on the interior to make the surface of the clay more impervious for holding water, and possibly for aesthetic reasons, since the interior could easily be seen. The exterior of kraters often depicted scenes from Greek life, such as the Attic Late 1 Krater, which was made between 760 and 735 B.C.E. This object was found among other funeral objects, and its exterior depicted a funeral procession to the gravesite.


Crater is a small constellation in the southern celestial hemisphere. Its name is the latinization of the Greek krater, a type of cup used to water down wine. One of the 48 constellations listed by the second-century astronomer Ptolemy, it depicts a cup that has been associated with the god Apollo and is perched on the back of Hydra the water snake.

There is no star brighter than third magnitude in the constellation. Its two brightest stars, Delta Crateris of magnitude 3.56 and Alpha Crateris of magnitude 4.07, are ageing orange giant stars that are cooler and larger than the Sun. Beta Crateris is a binary star system composed of a white giant star and a white dwarf. Seven star systems have been found to host planets. A few notable galaxies, including Crater 2 and NGC 3981, and a famous quasar lie within the borders of the constellation.

Mantoulidis Etymological

(=ἀγγεῖο γιά ἀνακάτεμα). Ἀπό τό κεράννυμι (=ἀνακατεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

copa, cratera para mezclar líquidos παραθήσεις δὲ αὐτῷ ... κρατῆρα κεκραμμένον οἰνομέλιτι pondrás junto a él una copa llena de vino con miel P XII 23 ἔχε δὲ κρατῆρα παρακείμενον ἔχοντα γάλα μελαίν<η>ς βοὸς καὶ οἶνον ἀθάλασ<σ>ον toma la cratera cercana que contiene leche de una vaca negra y vino no mezclado con agua del mar P XIII 128 P XIII 685 símbolo del dios ὁρκίζω κρητῆρα θεοῦ πλοῦτον κατέχοντα conjuro a la copa del dios, que contiene la riqueza P I 308

English (Woodhouse)

mixing-bowl, basin of rock

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

krater

af: krater; ar: كراتر; az: krater; be: кратар; bg: кратер; br: krater; ca: crater; cs: krátér; cv: кратер; da: kratér; de: Krater; el: κρατήρας; grc: κρατήρ, κρητήρ, ἀσοῦρ, ἀσούρ; en: krater; eo: kratero; es: crátera; et: krateer; eu: kratera; fi: krateeri; fr: cratère; hi: क्रातेर; hr: krater; hu: kratér; it: cratere; ja: クラテール; ka: კრატერი; la: crater; lb: krater; mk: кратер; nl: krater; no: kratér; pl: krater; pt: cratera; ru: кратер; sh: krater; simple: krater; sk: kratér; sl: krater; sr: кратер; sv: krater; tr: krater; uk: кратер

bowl

Afrikaans: bak; Albanian: tas; Amharic: ኀድጓዳ ሳህን; Arabic: زِبْدِيَّة‎, سُلْطَانِيَّة‎, زُبْدِيَّة‎; Egyptian Arabic: سلطنية‎, بولا‎; Hijazi Arabic: زُبدية‎; Moroccan Arabic: زلافة‎; Armenian: թաս, աման, ճաշաման; Aromanian: blid, cãtsãn; Assamese: বাটি; Assyrian Neo-Aramaic: ܦܝܼܠܵܣܵܐ‎; Azerbaijani: piyalə; Baluchi: کاسگ‎; Bashkir: табаҡ, алдыр; Basque: katilu; Belarusian: чаша, мі́ска, піала; Bikol Central: mangkok; Breton: bolenn; Brunei Malay: mangkuk; Bulgarian: паница, купа; Burmese: ခွက်, ဖလား; Catalan: bol; Chinese Cantonese: 碗; Mandarin: 碗; Coptic: ⲗⲓϫⲓ; Cornish: bolla, skudel; Czech: mísa, miska; Danish: skål; Dutch: schaal, kom; Dzongkha: གཞོངམ།; Esperanto: bovlo; Estonian: kauss; Finnish: kulho, malja, vati; French: bol; Friulian: scudiele, supiere; Galician: cunca, cuncón, tixela; Georgian: თასი; German: Schale, Schüssel; Greek: μπολ; Ancient Greek: τρύβλιον, σκάφη, φιάλη; Hebrew: קְעָרָה‎; Hindi: प्याला; Hungarian: tál, tálka; Icelandic: skál; Ido: bolo; Indonesian: mangkok, mangkuk; Sundanese: ringkok; Irish: babhla, cuach; Italian: scodella, ciotola, terrina, tazza; Japanese: 碗, 茶碗, ボウル, 丼; Jingpho: jarung; Karelian: staučča; Kazakh: табақ, тегене, тегеш, тостаған, кесе; Korean: 사발(沙鉢), 그릇, 볼; Kurdish Central Kurdish: کاسە‎; Kyrgyz: табак, чөйчөк, чыны; Ladino: chanaka, bol, kyase; Lao: ໂອ; Latgalian: bļūda; Latin: catinus; Latvian: bļoda; Limburgish: kómp, sjaol; Lithuanian: dubuo; Luhya: epwakuli; Macedonian: чинија, здела, сад; Malay: mangkuk; Manchu: ᠮᠣᡵᠣ; Maori: oko, kumete, kāraha; Middle Korean: 그릇〮; Mongolian Cyrillic: аяга; Mongolian: ᠠᠶᠠᠭ᠎ᠠ; Nahuatl: caxitl; Navajo: łeetsʼaaʼ nímazí; Ngazidja Comorian: ɓakuli class 5/6; Nias: mako; Norman: bolle, dgichon; Northern Altai: шада, хол аягаа; Northern Norwegian: skål; Bokmål: bolle; Nynorsk: bolle; Ojibwe: boozikinaagan; Paiwan: sangpuru; Pashto: پياله‎; Persian: کاسه‎, پیاله‎, اسکره‎; Pipil: kashit, shīkal; Polish: misa; Portuguese: tigela; Punjabi: ਪਿਆਲਾ; Quechua: anqara; Romanian: castron,blid; Russian: чаша, миска, пиала, плошка; Scottish Gaelic: bobhla, cuach; Serbo-Croatian Cyrillic: чѝнија, зде̏ла, здје̏ла; Roman: čìnija, zdȅla, zdjȅla; Sicilian: scudedda; Slovak: misa, miska; Slovene: skleda; Sotho: sejana class Southern Altai: кесе, чанак; Spanish: tazón, cuenco, bol; Swahili: bakuli class 5/6; Swedish: skål; Tagalog: mangkok, huwataw; Tajik: ҷом, паймона, коса, пиёла; Tamil: கிண்ணம்; Tausug: pinggan; Thai: ชาม, ถ้วย; Tlingit: xh'ayeit; Turkish: çanak, piyale; Turkmen: şakäse; Ugaritic: 𐎚𐎗𐎃; Ukrainian: чаша, миска, піала; Urdu: پیالا‎; Uyghur: پىيالە‎, قاچا‎; Uzbek: qadah, piyola; Venetian: scuèƚa, scudèla; Vietnamese: chén; Welsh: dysgl, powlen, padell; Westrobothnian: bull; White Hmong: tais; Wutunhua: wan; Yup'ik: qantaq; Yámana: ayšu-tuku; Zhuang: duix, vanj

Afrikaans: bak, bekken, bassin; Albanais: legeni; Allemand: Schale féminin, Trinkschale; Anglais: bowl, pelvis, basin, reservoir, pool; Breton: bolenn; Catalan: bol, bassa, conca, dàrsena, pica, pila; Chinois: 碗 wǎn; Corse: bollu, bollu, coppula; Danois: kumme commun, skål commun; Espagnol: pelvis, barreño, lebrillo, jofaina, bol, escudilla, alberca, balsa, estanque, pilón, dársena, cuenca; Espéranto: pelvo, bovlo, baseno; Féroïen: kerald, koka, brunnur, hylur; Finnois: vati, kulho; Gallo: bol; Grec: μπολ; Grec ancien: κρατήριον; Hmong blanc: tais; Indonésien: mangkuk; Italien: bacino, ciotola; Japonais: 丼鉢 donburibochi; Jargon chinook: ooskan; Kazakh: кесе; Latin: pelvis, alveus, crater; Métchif: bol; Néerlandais: bekken, kom, vont, bowl, kom, schaal, bassin, stroomgebied, vijver; Normand: moque, mogue; Norvégien: skål, bolle; Norvégien: skål, bolle; Occitan: bòl; Papiamento: kònchi; Persan: پیاله piâleh; Portugais: alguidar, bacia, tijela, poncheira, tigela, lago; Russe: миска, мисочка, пиала; Same du Nord: gearra, kohppa; Shingazidja: ɓakuli; Songhaï koyraboro senni: goyaw; Suédois: skål, bassäng; Tagalog: mangko

crater

Arabic: فَوَّهَة اَلْبُرْكَان‎; Armenian: խառնարան; Belarusian: кратэр, жарало, жарло; Bulgarian: кратер; Catalan: cràter; Central Melanau: kawah; Chinese Mandarin: 火山口, 噴火口, 喷火口; Czech: kráter; Dutch: krater; Finnish: kraatteri; French: cratère; Galician: cráter; German: Krater; Greek: κρατήρας; Ancient Greek: κρατήρ; Hungarian: kráter; Icelandic: gígur; Italian: cratere; Japanese: クレーター, 噴火口, 火山口; Khmer: មាត់ភ្នំភ្លើង; Korean: 분화구, 화구, 크레이터; Latin: crater; Malay: kawah; Norwegian: krater; Polish: krater; Portuguese: cratera; Romanian: crater; Russian: кратер, жерло; Slovene: krater; Spanish: cráter; Swedish: krater, vulkankrater; Tagalog: bunganga ng bulkan, krater; Thai: ปล่องภูเขาไฟ