ὑποτείχισμα

Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cross-wall, ibid.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτείχισμα: τό, ἐγκάρσιον τεῖχος, Θουκ. 6. 100.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mur de soutien construit au-dessous.
Étymologie: ὑποτειχίζω.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, Α ὑποτειχίζω
το εγκάρσιο τείχος.

Greek Monotonic

ὑποτείχισμα: -ατος, τό, εγκάρσιο τείχος, σε Θουκ.