χρησμαγόρης

Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ου, ,

   A utterer of oracles, of Apollo, AP9.525.23.

German (Pape)

[Seite 1375] , = χρησμηγόρας, so heißt Apollo, Hymn. (IX, 525).

Greek (Liddell-Scott)

χρησμαγόρης: -ον, , (ἀγορεύω) δίδων ἢ ἀπαγγέλλων χρησμούς, μάντις, προφήτης, Ἀνθ. Π. 9. 525.

French (Bailly abrégé)

ου () :
qui prononce des oracles, prophète.
Étymologie: χρησμός, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) χρησμοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -αγόρης (< ἀγορά), πρβλ. ὑψ-αγόρης].

Greek Monotonic

χρησμᾰγόρης: -ου, ὁ (ἀγορεύω), αυτός που προφέρει χρησμούς, προφήτης, σε Ανθ.