χρυσοῦς
English (LSJ)
ῆ, οῦν, Att. contr. for χρύσεος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1382] ῆ, οῦν, att. zsgz. statt χρύσεος, w. m. s., bes. Goldmünze, Pol. 1, 66, 6 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοῦς: -ῆ, -οῦν, κατ’ Ἀττ. συναίρ. ἀντὶ χρύσεος, ὅ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ῆ, οῦν :
v. χρύσεος.
Greek Monolingual
-ῆ, -οῡν, ΜΑ
βλ. χρυσός (II).
Greek Monotonic
χρῡσοῦς: -ῆ, -οῦν, Αττ. συνηρ. του χρύσεος.