χρύσεος
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
χρυσέη, χρύσεον, also χρύσεος, χρύσεον in AP5.30 (Antip.Thess.), Att. contr. χρυσοῦς, χρυσῆ, χρυσοῦν IG12.358.4, etc.; Ep. χρύσειος, η, ον: Hom. and Hes. use both χρύσεος and χρύσειος, χρυσῇ is dub. in Il.5.425; Lyr. used χρύσεος, α, ον, and this form sometimes occurs in Trag. dialogue and even in Prose, as X.Ages.5.5 codd., Plu.Luc.37, Apollod.2.5.10, Ant.Lib.36.1; Aeol. χρύσιος Sapph.1.8, al. (but
A χρύσεα Theoc.29.37); Boeot. χρούσιος SIG337.8 (iv B. C.): (χρυσός):—golden, freq. in Ep., especially of what belonged to gods, χρυσέῳ ἐν δαπέδῳ, χρυσέοις δεπάεσσι, χρύσειον ἐπὶ θρόνον, etc., Il.4.2,3, 8.442, al.; χ. τάλαντα the golden scales of Zeus, 22.209; χ. ἰτύς, ζυγόν, of Hera's chariot, 5.724,730; ἱμάσθλη χ., of Zeus and Poseidon, 8.44 = 13.26; ζώνη χ., of Calypso and Circe, Od.5.232 = 10.545, etc.; δόμος Sapph. l.c.; of possessions of mortals, Il.4.133, 5.425, al.: sometimes enriched with gold or adorned with gold, χ. σκῆπτρον 1.15, cf. 246; μάχαιρα 18.598; θύραι Od.7.88; κλῖναι, κρητῆρες, Hdt.9.82,80; ἕστηκε.. Ἀλέξανδρος ὁ χ., of a statue, Id.8.121; χρυσοῦς στάθητι Luc.Pseudol.15.
2 χρύσεια μέταλλα gold-mines, Th.4.105 (the only instance of χρύσειος in Att., cf. χρυσεῖον).
3 χρυσοῦς (sc. στατήρ), ὁ, a gold coin, = στατήρ, IG7.303.98, al. (Oropus, iii B. C.), IPE12.32A13 (Olbia, iii B. C.), LXX Ge. 24.22, Plu.Per.25 (in Pap., not a coin, but the equivalent of 20 silver drachmae, PCair.Zen.28.11 (iii B. C.), etc.); χρυσοῖ ἐπίσημοι Plb.4.56.3, cf. Poll.9.53,59, Hsch.
4 χρύσεον, τό, gold plaque, SIG1122.7 (Selinus, V B.C.).
II gold-coloured, golden-yellow, ἔθειραι Il.8.42, 13.24; χ. νέφη ib.523, etc.; ἀέρος κόμαι Pi.Pae.6.137; τῶν ᾠῶν τὰ χρυσᾶ the yolks of eggs, Ath.9.376d.
III metaph., golden, χρυσέη Ἀφροδίτη Il.3.64, Od.8.337; Μοῖσα Pi.I.8(7).5; σθένος ἀελίου χ. Id.P.4.144; ὦ χ. θύγατερ Διός S.OT188 (lyr.); Ἐλπίς ib.158 (lyr.); τιμή Id.Ant. 699; ὦ χρυσοῖ θεοί Ar.Ra.483; χ. ὑγίεια Pi.P.3.73; λογισμοῦ ἀγωγή Pl.Lg.645a; ἦθος Antiph.212.5; τὸ χ. ὀρνίθων γένος Id.175; χ. γένος ἀνθρώπων, of the Golden Age, Hes.Op.109, cf. Pl.R. 468e, Phdr. 235e, Cra.397e.
b sometimes used ironically, ἐγὼ δὲ ὁ χ. but I, fine fellow that I am... Luc.Laps.1; Πλάτωνα χρυσοῦν (sc. Ἐπίκουρος ἐκάλει) D.L.10.8, cf. Menodot. ap. Gal.Subf.Emp.63.
2 wealthy, Palaeph. 31.4 (s.v.l.). [χρῡσέη, χρῡσέην, χρῡσέου, χρῡσέῳ, etc., in Hom. must be pronounced as disyll., as is fully proved by such passages as Il.1.15,374: but Lyric Poets sometimes used ῠ in χρύσεος, Pi.P.3.73, 4.4, 144, al., B.9.6, 15.2; so also Trag., but only in Lyr., not in Iambics or Anapaestics, S.OT157, 188, Ant.103, E.Med.632,978, IA 1051, IT1253, Tr.856, Ba.372, Heracl.916, HF351, 396, El.192; sometimes also Epigrammatists, AP6.292.2 (Hedyl.), 7.233.1 (Apollonid.), 13.18.4 (Parmeno), APl.4.96.8.]
German (Pape)
[Seite 1379] att. zsgzgn χρυσοῦς, ῆ, οῦν, ep. χρύσειος, είη, ειον, 1) golden, von Gold gemacht, mit Gold geziert, ausgelegt; oft bei Hom. u. Hes., bei denen bes. Alles, was den Göttern angehört, golden heißt; dah. auch Ἀφροδίτη χρυσέη (zweisylbig zu lesen), die goldgeschmückte, Il. 3, 64 Od. 8, 337 u. sonst; σκῆπτρον Il. 2, 268 u. öfter, und häufig vom Geräte, wie δέπας, ἀμφιφορεύς, κύπελλον, u. sonst; Νίκη, Νηρηΐδες, Pind. I. 2, 26 N. 5, 7, u. sonst; χρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν Aesch. Spt. 416; Soph. öfter, wie Eur.; – vergoldet, Her. 8, 82, vgl. 80; Plat., der auch vrbdt φίλτατος εἶ καὶ ὡς ἀληθῶς χρυσοῦς, Phaedr. 235 e; – ὁ χρυσοῦς, sc. στατήρ, eine Goldmünze, aureus, Nicom. bei Ath. 781 f, Plut. Pericl. 25, Antp. Th. 3 (V, 31); s. Jac. A. P. p. 779. – 2) goldfarbig, goldgelb; von Haaren, ἔθειραι, der Rosse des Poseidon, Il. 8, 42; vom Helmbusch, 19, 383. 22, 316; νέφος, 13, 523. 18, 206; κόμη, Pind. I. 6, 49; dah. τὸ χρυσοῦν τοῦ ὠοῦ, das Gelbe im Ei, Dotter, Sp. – Υ der Regel nach lang, dah. χρυσέη, χρυσέην, χρυσέου, χρυσέῳ u. vgl. Formen bei Hom. stets zweisilbig zu lesen sind, vgl. Il. 1, 15 χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ; es wird von den Lyrikern zuweilen kurz gebraucht, s. Böckh de metr. Pind. p. 289 u. zu P. 4, 1; u. so in den lyrischen Stellen der Tragg. (aber nie in den Anapästen u. den Jamben), s. Erf. zu Soph. Ant. 103 Seidl. Eur. Troad. 536 Elmsl. Med. 618 Bacch. 97; selten auch in der Anth., vgl. Jac. A. P. p. 197. 274; die spätern Epiker aber richten sich durchaus nach Homer.]
French (Bailly abrégé)
έα, εον;
1 adj. d'or, càd qui est d'or, fait d'or, travaillé en or, orné, incrusté ou tissé d'or ; fig. en parl. de tout ce qui brille (soleil, jour, etc.) ; de tout ce qui est précieux ou utile (charrue, trésors, etc.) ; de choses abstraites (espérance, vie, etc.);
2 ὁ χρυσοῦς (στατήρ) la pièce d'or.
Étymologie: χρυσός.
Russian (Dvoretsky)
χρύσεος: эп. χρύσειος, стяж. χρῡσοῦς, эол. χρύσιος 3, редко 2 (ῡ, поэт. иногда ῠ)
1 золотой, отделанный (блистающий, сияющий) золотом или позолоченный (δέπας, σκῆπτρον, θρόνος, δώματα Hom.; σάκος, αἰχμή Her.; τρίπους, φιάλα, δίφρος Pind.; κράνος Xen.; στέφανος Plat.; ἀναδέσμη Eur.): χρύσεια μέταλλα Thuc. золотые рудники; Ἀλέξανδρος ὁ χ. Her. золотое изваяние Александра; χρυσοῦν ἱστάναι τινά Luc. воздвигнуть кому-л. золотую статую;
2 перен. золотой, сияющий как золото, золотистый (νεφέλη, νέφος Hom.; σθένος ἀελίου Pind.; ἁμέρα Soph.): ἵπποω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. златогривые кони; χρυσέη Ἀφροδίτη Hom. лучезарная или златокудрая Афродита; αὐτῆς χρυσοτέρη Κύπριδος Anth. лучезарнее самой Киприды;
3 перен. золотой, драгоценный, бесценный (ἐλαία, δάφνα Pind.; ἐλπίς, τιμή Soph.; λογισμοῦ ἀγωγή Plat.; βίος Luc.): χρύσειοι πάλαι - v.l. πάλιν - ἄνδρες Theocr. люди древнего золотого века.
Greek (Liddell-Scott)
χρύσεος: -η, -ον, καὶ ος, ον, ἐν Ἀνθ. Π. 5. 31, Ἀττ. συνῃρ. χρυσοῦς, ῆ, οῦν, (οὕτω, ἀργύρεος, -οῦς, χάλκεος, -οῦς), Ἐπικ. χρύσειος, η, ον· ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. χρῶνται τῷ τε χρύσεος καὶ τῷ -ειος, ἀλλ᾿ οὐδέποτε τῷ χρυσοῦς, εἰ καὶ θηλ. αἰτ. χρυσῆν εὕρηται ἔτι καὶ νῦν ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἡσ.· οἱ Λυρ. ποιηταὶ ἔχουσι χρύσεος, -α, -ον, καὶ ὁ τύπος οὗτος ἀπαντᾷ ἐνίοτε ἐν τῷ τραγικῷ διαλόγῳ, ἔτι δὲ καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 207· (χρυσός). Ἐκ χρυσοῦ πεποιημένος, διὰ χρυσοῦ κεκοσμένος, «μαλαμματένιος», συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς (πρβλ. χρυσὸς 2), μάλιστα ἐπὶ τῶν πραγμάτων ὅσα ἀνήκουσιν εἰς τοὺς θεούς. χρυσέῳ ἐν δαπέδῳ, χρυσέοις δεπάεσσιν, χρύσειον ἐπὶ θρόνον, κλπ. Ἰλ. Δ. 2, 3, Θ. 442, κ. ἀλλ.· χρ. τάλαντα, ἡ χρυσῆ πλάστιγξ τοῦ Διός, Χ. 209· χρ. ἴτυς, ζυγόν, τοῦ ἅρματος τῆς Ἥρας, Ε. 724, 730· χρ. ἱμάσθλη, τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Θ. 44, Ν. 26· οἱ ἵπποι τοῦ Διὸς ἔχουσι χρυσῆν χαίτην, Θ. 42, Ν. 24· ὁ Ζεὺς καὶ ἡ Ἥρα περιβάλλονται χρυσοῦν νέφος, Ξ. 344, 351, πρβλ. 523· ἡ Καλυψὼ καὶ ἡ Κίρκη ἔχουσι χρυσᾶς ζώνας, Ὀδ. Ε. 232, Κ. 542, κλπ.· πρβλ. χρυσὸς ἐν ἀρχ.· ἀλλὰ γενικῶς ἐπὶ θνητῶν, Ἰλ. Δ. 133, Ε. 425, κ. ἀλλ.· - ἐνίοτε τὸ χρύσεος πρέπει νὰ ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον τὸν διὰ χρυσοῦ κεκοσμημένον, οἷον χρ. σκῆπτρον Α. 15, πρβλ. 234, 245· μάχαιρα Σ. 598· θύραι Ὀδ. Η. 88· καὶ σχεδὸν ὡς συνώνυμον τῷ ἐπίχρυσος, διὰ χρυσοῦ κεκαλυμμένος, κεχρυσωμένος, Ἡρόδ. 9. 82, πρβλ. 80· - χρυσοῦν τινα ἱστάναι, ἱστάναι κεχρυσωμένον ἄγαλμά τινος ἢ ἀνδριάντα, οὕτω, χρυσοῦς σιάθητι Λουκ. Ψευδολ. 15· Ἀλέξανδρος ὁ χρ. Ἠρόδ. 8. 121· - πρβλ. ἵστημι Α. ΙΙΙ. 1. 2) χρύσεια μέταλλα, μεταλλεῖα χρυσοῦ, χρυσωρυχεῖα, Θουκ. 4. 105· - αὕτη φαίνεται ἡ μόνη φράσις ἐν ᾗ παρ᾿ Ἀττ. εἶναι ἐν χρήσει ὁ τύπος χρύσειος, ὁ δὲ τύπος χρυσεῖα (προπερισπ.) συνήθως εἶναι ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., ἴδε χρυσεῖον ΙΙ. 3) χρυσοῦς (ἐξυπακ. στατήρ), ὁ, χρυσοῦν νόμισμα, = στατήρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 48· κἑξ., 2058Α. 13 κἑξ., κλπ.· χρυσοῖ ἐπίσημοι Πολύβ. 4. 56, 3· πρβλ. Πολυδ. Θ´, 4, 10*, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἔχων χρυσοῦν τὸ χρῶμα, χρυσοκίτρινος, ἔθειραι Ἰλ. Θ. 42, Ν. 24· χρ. νέφος Ν. 523, κλπ.· - τὸ χρυσοῦν τοῦ ᾠοῦ, ὁ κρόκος αὐτοῦ, Ἀθήν. 376D. III. μεταφορ., χρυσέη Ἀφροδίτη Ἰλ. Γ. 64, Ὀδ. Θ. 377· οὕτω, Μοῖσα Πινδ. Ι. 7 (8). 11· θυγάτηρ Διὸς Σοφ. Ο. Τ. 187· Ἐλπὶς αὐτόθ. 158· ὦ χρυσοῖ θεοὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 483· σθένος ἀελίου χρ. Πινδ. Π. 4. 257· χρ. ὑγίεια αὐτόθι 3. 129· λογισμοῦ ἀγωγὴ Πλάτ. Νόμ. 645Α· ἦθός τι χρυσοῦν πρὸς ἀρετὴν κεκτημένης Ἀντιφάνης ἐν «Ὑδρίᾳ» 1· τὸ χρυσοῦν ὀρνίθων γένος, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς ὁ αὐτ. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1· τὸ χρυσῆς τιμῆς, ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 699, ἴσως ἀναφέρεται εἰς χρυσοῦν στέφανον τιμῆς. - Ὁ πρῶτος καὶ ἄριστος αἰὼν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἦτο ὁ χρυσοῦς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 108 κἑξ.· καὶ τοῦ Πλάτωνος οἱ ἰδανικοὶ πολῖται καλοῦνται χρυσοῦν γένος, Πολ. 468Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 235Ε, Κρατ. 397Ε· - ἐνίοτε ἐν χρήσει εἰρωνικῶς, ἐγὼ δὲ ὁ χρυσοῦς, ἀλλ᾿ ἐγὼ ὁ χρυσὸς ἄνθρωπος.., Λουκ. ὑπὲρ τοῦ Πταίσματ. 1. [χρῡσέη, χρῡσέην, χρῡσέου, χρῡσέῳ, κτλ. παρ᾿ Ὁμ. πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς δισύλλ., ὡς ἀποδείκνυται πληρέστατα ἐκ χωρίων οἷα τὰ ἐν Ἰλ. Α. 15, 374· ἀλλὰ λυρικοὶ ποιηταὶ ἐνίοτε ἔχουσιν ῠ ἐν τῷ χρύσεος, Böckh de Metr. Pind. σ. 289, καὶ εἰς Πυθ. 4. 1. Οἱ Τραγικοὶ ἐποιήσαντο χρῆσιν τῆς ἀδείας ταύτης, ἀλλὰ μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, οὐδέποτε δὲ ἐν ἰαμβικοῖς καὶ ἀναπαιστικοῖς, ὡς δεικνύουσι τὰ παραδείγματα τὰ ὁποῖα ἐκ τοῦ Σοφ. καὶ τοῦ Εὐρ. συνέλεξαν οἱ Εrf. εἰς Σοφ. Ἀντιγ. 103, Seidl. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 536, εἰς Εὐρ. Μήδ. 618, Βάκχ. 97. Οἱ Ἐλεγειακοὶ ποιηταὶ καὶ ἐπιγραμματικοὶ ἔχουσιν ἐνίοτε, εἰ καὶ σπανίως, ῠ, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Παλατ. σ. 197, 274. Οἱ μεταγενέστεροι Ἐπικ. φαίνονται ἑπόμενοι τῷ Ὁμ. - Ἴδε πλείονα ἐν λ. χρυσός].
English (Autenrieth)
of gold, golden, adorned with gold, Od. 4.14 (see cut No. 2). Of color, ἔθειραι, νέφεα, Θ, Il. 13.523. The word is esp. applied to things worn or used by the gods. χρῦσέη, χρῦσέῳ, etc., pronounced with synizesis.
English (Slater)
χρύσεος (-έῳ, -εον. -έων, -έων, -έοις: -έα, -έας, -έας, -έᾳ, -έαν, -έα, -εαι, -εᾶν, -έαις(ι), -έαις(ιν), -έας; -έῳ, -εον, -έων, -έων, -έοις: synizesis is allowed only when the first syllable is long: χρᾰς- occurs 10 times, (O. 1.87), (P. 3.73), (P. 4.4), 144, 231, (P. 9.56), (P. 10.40), (N. 5.7), (I. 7.49), (Pae. 6.92) )
a golden of things, i. e. made of, decorated with gold; especially of that which belongs to the gods. θεὸς ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) χρυσέας ὑποστάσαντες κίονας (O. 6.1) βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (Tricl.: -έαισι codd.) (O. 7.34) χρυσέα φόρμιγξ (P. 1.1) χρυσέοις τόξοισιν (P. 3.9) Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις (P. 3.94) χρυσέαν φιάλαν (P. 4.193) “ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω, κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” (P. 4.231) ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ (sc. Ἀπόλλων) (P. 9.6) “δώμασιν ἐν χρυσέοις” (in Olympos) (P. 9.56) χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν (P. 11.4) φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων (N. 5.24) χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν (N. 8.27) “οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” (N. 10.88) χρυσέων οἴκων ἄναξ (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.60) χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (of the third Delphic temple of Apollo) Πα. . . κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1. μάλων χρυσέων φύλαξ (sc. Πίνδαρος) fr. 288. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι (of those greedy for gold) fr. 223.
b gold in colour “σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.144) ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων Λοξία (I. 7.49) νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο (Pae. 6.92) τότε χρύσεαᾰ ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον (Pae. 6.137)
c magnificent, splendid, of horses, χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις (Er. Schmid: -αισίν ἀν, -έαις κἀν codd.) (O. 1.41) ἀν' ἵπποις χρυσέαις (O. 8.51) χρυσέαισιν ἵπποις fr. 30. 2. of crowns, κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω (O. 11.13) δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες (P. 10.40) Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα (N. 1.17) of gods, χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος (O. 13.8) ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων (N. 5.7) χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας (I. 2.26) αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (I. 8.5) generally, ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν (P. 3.73) χρυσέων Διὸς αἰετῶν (P. 4.4) χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ (Pae. 6.1)
Spanish
English (Strong)
from χρυσός; made of gold: of gold, golden.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και χρυσέη, Α
βλ. χρυσός (II).
Greek Monotonic
χρύσεος: -η, -ον, Αττ. συνηρ. χρυσοῦς, -ῆ, -οῦν, (ομοίως ἀργύρεος, -οῦς, χάλκεος, -οῦς), Επικ. χρύσειος, -η, -ον (χρυσός)·
I. 1. χρυσός, από χρυσό, κατασκευασμένος ή στολισμένος με χρυσό, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, ἐπίχρυσος, καλυμμένος με χρυσό, χρυσωμένος, σε Ηρόδ., πρβλ. ἵστημι Α. III.
2. χρύσεια μέταλλα, μεταλλεία χρυσού, σε Θουκ.· βλ. χρυσεῖον II·
II. χρυσός στο χρώμα, χρυσοκίτρινος, σε Ομήρ. Ιλ.
III. μεταφ., χρυσός, χρυσέη Ἀφροδίτη, σε Όμηρ.· χρυσέη ὑγίεια, σε Πίνδ.· χρυσέη ἐλπίς, σε Σοφ.· ο πρώτος αιώνας του ανθρωπίνου γένους ήταν ο «χρυσούς», σε Ησίοδ. (χρῡσέη, χρῡσέην, χρῡσέου, χρῡσέῳ κ.λπ., σε Όμηρ., πρέπει να προφέρονται ως δισύλλ.).
Middle Liddell
χρύσεος, η, ον χρυσός
I. golden, of gold, decked or inlaid with gold, Hom., etc.: sometimes, = ἐπίχρυσος, gilded, gilt, Hdt.; cf. ἵστημι A. III.
2. χρύσεια μέταλλα gold mines, Thu.; v. χρυσεῖον II.
II. gold-coloured, golden-yellow, Il.
III. metaph. golden, χρυσέη Ἀφροδίτη Hom.; χρ. ὑγίεια Pind.; χρ. ἐλπίς Soph.; the first age of man was the golden, Hes. [χρῡσέη, χρῡσέην, χρῡσέου, χρῡσέῳ etc., in Hom. must be pronounced as disyll.]
Chinese
原文音譯:crÚseoj 赫呂些哦士
詞類次數:形容詞(18)
原文字根:金的
字義溯源:金的,金製的,金;源自(χρυσός)*=金)
出現次數:總共(18);提後(1);來(2);啓(15)
譯字彙編:
1) 金(16) 來9:4; 來9:4; 啓1:12; 啓1:13; 啓1:20; 啓2:1; 啓4:4; 啓5:8; 啓8:3; 啓8:3; 啓9:13; 啓14:14; 啓15:6; 啓15:7; 啓17:4; 啓21:15;
2) 金的(2) 提後2:20; 啓9:20
Léxico de magia
-ον contr. -οῦς , -ῆ, -οῦν aúreo, de oro de objetos: una lámina ἐγγράψας ἀνὰ λάμναν χρυσῆν ἢ ἀργυρᾶν ἢ κασσιτερίνην τοὺς χαρακτῆρας τούτους graba en una lámina de oro, plata o estaño estos signos P III 297 P X 26 P XIII 1001 εἰς δὲ πέταλον χρυσοῦν τὸ ξίφος τοῦτο γράφε sobre una lámina de oro graba esta espada (una fórmula mágica) P IV 1813 ἐπιγραφόμενον (φυλακτήριον) ἐπὶ χρυσέου πετάλου ἢ ἀργυρέου ἢ κασσιτερίνου amuleto que se graba en una hoja de oro, de plata o de estaño P VII 580 SM 5 2 ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ πετάλου ἐπίγραφε τοῦτο sobre la lámina de oro graba esto P XIII 903 P IV 2227 ἐπικαλοῦμαί σε τὸν ἐν τῷ χρυσῷ πετάλῳ te invoco a ti, el que está en la lámina de oro P IV 1218 τελεῖται ἡλίοις τῆς ιγʹ αὕτη ἡ τελετὴ τοῦ χρυσοῦ πετάλου ἐκλειχομένου este rito mágico se realiza a los soles del día décimo tercero, lamiendo la lámina de oro P XIII 889 P XIII 898 εἰς δὲ τὸ κοίλωμα βάλε χρυσοῦν πέταλον κυπρίῳ γραφείῳ γράψας ψυχρηλάτῳ τινὸς τὸ ὄνομα en el hueco pon una lámina de oro en la que hayas grabado con un estilo de cobre forjado en frío el nombre de alguien P IV 1847 un anillo τελέσσας τὸν λίθον ἐν χρυσῷ δακτυλίῳ φόρει cuando hayas consagrado la piedra, llévala en un anillo de oro P XII 207 una sonda ἅπαξ λέγε καμμύων, ἐγχρίου στίμι κοπτικόν, ἐγχρίου μήλῃ χρυσῇ dilo una vez cerrando los ojos y úngete con antimonio cóptico, úngete con una sonda de oro P IV 1070 de atributos divinos: unas alas τὸν μὲν οὐρανόν πτέρυξιν χρυσείαις αἰωνίαις σκεπάσας protegiendo al cielo con doradas y eternas alas P IV 1152 una corona ὄψῃ ... κατερχόμενον θεὸν ὑπερμεγέθη ... ἐν χιτῶνι λευκῷ καὶ χρυσῷ στεφανῷ verás que desciende un dios gigantesco con un manto blanco y una corona de oro P IV 698 P IV 1027 un cetro χρύσεον σκῆπτρον ἑαῖς κατέχεις παλάμαισιν sostienes en tus manos un cetro de oro P IV 2842 una diadema προέρχονται δὲ καὶ ἕτεροι ζʹ θεοὶ ... κατέχοντες ζʹ διαδήματα χρύσεα avanzan también otros siete dioses portando siete diademas de oro P IV 675 una sandalia κηρύκειον, τῆς ταρταρούχου χρύσεον τὸ σάνδαλον caduceo, sandalia aúrea de la que gobierna el Tártaro P LXX 11 SM 49 59
Lexicon Thucydideum
aureus, golden, 1.6.3, 4.121.1, 6.32.1, 6.46.3.
Translations
golden
Afrikaans: goue; Arabic: ذَهَبِيّ; Armenian: ոսկե; Assamese: সোণৰ, সুণীয়া; Belarusian: залаты; Bulgarian: златен; Buryat: алтан; Catalan: d'or, daurat; Cebuano: bulawanon; Chinese Mandarin: 金的, 黃金的, 黄金的; Czech: zlatý; Danish: gylden; Dutch: gouden; Finnish: kultainen; French: d'or, en or; Galician: de ouro; Georgian: ოქროსი; German: golden, gülden; Gothic: 𐌲𐌿𐌻𐌸𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: χρυσός; Ancient Greek: ἔγχρυσος, χρούσιος, χρύσειος, χρύσεος, χρύσιος, χρυσός, χρυσοῦς; Hebrew: מוזהב; Ingrian: kultain; Irish: órga; Italian: d'oro; Japanese: 黄金の, 金の; Kazakh: алтын; Korean: 금의, 황금의; Kurdish Central Kurdish: زێڕین; Northern Kurdish: zêrîn; Latin: aureus; Macedonian: златен; Middle English: golden, gilden; Navajo: óola bee ályaa; Norwegian: gyllen; Old Turkic: 𐰞𐱃𐰆𐰣; Persian: طلایی, زرین; Plautdietsch: golden; Polish: złoty; Portuguese: de ouro, dourado, áureo, doirado; Romanian: de aur, din aur, aurit; Russian: золотой; Sanskrit: काञ्चन; Serbo-Croatian Cyrillic: златан; Roman: zlatan; Slovak: zlatý; Slovene: zlaten; Sorbian Lower Sorbian: złoty; Spanish: de oro, áureo; Swedish: gyllene; Telugu: బంగారు; Turkish: altın; Ukrainian: золотий; Welsh: euraidd, euraid; Yiddish: גאָלדן, גילדן, גילדערן