ψευδοκῆρυξ

Revision as of 02:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ῡκος, ὁ,

   A false, lying herald, S.Ph.1306.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκῆρυξ: (ὀρθ. -ήρυξ), ῡκος, ὁ, ψευδής, ψευδόμενος κήρυξ, Σοφ. Φιλ. 1307.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
messager de fausses nouvelles.
Étymologie: ψευδής, κῆρυξ.

Greek Monotonic

ψευδοκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, ψευδής ή κήρυκας που κομίζει ψεύτικες ειδήσεις, σε Σοφ.