κῆρυξ
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
English (LSJ)
ῡκος, ὁ, Aeol. κᾶρυξ [ᾱ] Sapph.Supp.20a.2, Pi.N.8.1:—but κήρῡκος, ου, ὁ, EM775.26: (κηρύσσω):—
A herald, pursuivant: generally, public messenger, envoy, κ. λιγύφθογγοι Il.2.50, al.; κηρύκων, οἳ δημιοεργοὶ ἔασιν Od.19.135; κ. Διῒφίλοι Il.8.517; κ., Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν 1.334; θεῶν κῆρυξ, of Hermes, Hes.Op.80, cf.Th.939, A.Ag. 515, Ch.124: distinguished from πρέσβεις, as being messengers between nations at war, Sch.Th.1.29, cf. A.Supp.727, Pl.Lg.941a, D.12.4: used interchangeably with ἀπόστολος, Hdt.1.21: as pr.n.of a family at Athens, Th.8.53, And.1.116, Paus.1.38.3, Poll.8.103; functioning as μάγειροι at festivals, Clidem.3, 17; Κηρυκίδαι Phot.
b as fem., Pi.N.8.1, Nonn. D. 4.11.
2 crier, who made proclamation and kept order in assemblies, etc., Ar.Ach.42 sq.; ὁ κ. ἀνεῖπεν And.1.36, etc.; ὁ τῶν μυστῶν κῆρυξ, at Eleusis, X.HG2.4.20, cf. SIG845 (Eleusis, iii A.D.), Philostr.VS2.33.4.
3 auctioneer, ὑπὸ κήρυκος πωλεῖν Thphr.Fr.97; ἀπέδοτο πάντα τὰ ἔργα ὑπὸ κήρυκα IPE12.32B35 (Olbia, iii B.C.), cf. PHib.1.29.21 (iii B.C.); ἀποδίδοσθαι ὑπὸ κήρυκι Ammon. Diff.p.81 V. (v.l. ὑπὸ κήρυκα Ptol.Asc.p.399 H.).
4 generally, messenger, herald, θεοὶ κήρυκες ἀγγέλλουσι S.OC1511, cf. E.El.347; of the cock, Ar.Ec.30; of writing, Id.Th.780 (anap.); κ. καὶ τάφος εἰμὶ βροτοῦ IG14.1618; of Homer, ἡρώων κάρυκ' ἀρετᾶς ib.1188: metaph., κ. καὶ ἀπόστολος 1 Ep.Ti.2.7, al.
II trumpet-shell, e.g. Triton nodiferum, and smaller species, Arist.HA528a10, al., Hp.Vict.2.48, Diocl.Fr.133, Macho ap.Ath.8.349c, Gal.4.670, Alciphr.1.7, Alex. Trall.3.7. [ῡ exc. acc. pl. κήρυκας Antim.19 (s.v.l.), cf. κηρύκιον AP 11.124 (Nicarch.): but accented κῆρυξ, Hdn.Gr.1.44, etc.] (Cf. Skt. kārús 'poet', kīrtis 'fame'.)
French (Bailly abrégé)
mieux que κήρυξ;
υκος (ὁ, qqf ἡ)
I. toute personne qui annonce à haute voix :
1 dans les temps héroïques, héraut des dieux ou messager des dieux (Hermès);
2 héraut des rois;
3 postér. héraut pour les messages de paix et de guerre ; dans les assemblées publiques, sorte d'huissier chargé de faire les proclamations;
II. p. anal. coq;
NT: prédicateur.
Étymologie: R. Καρ, crier.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῆρυξ -υκος, ὁ en ἡ, Aeol. en Dor. κᾶρυξ heraut, gezant, boodschapper:; κήρυκες λιγύφθογγοι herauten met helder stemgeluid Il. 2.50; θεῶν κ. boodschapper van de goden (Hermes) Hes. Op. 80; overdr.:; ὁ κῆρυξ ἀρτίως … κεκόκκυκεν de heraut (een haan) heeft zojuist gekraaid Aristoph. Eccl. 30; σμίλης ὁλκούς, κήρυκας ἐμῶν μόχθων krassen van mijn schrijfstift, bodes van mijn ellende Aristoph. Th. 780; christ. verkondiger:. κῆρυξ καὶ ἀπόστολος verkondiger en apostel NT 1 Tim. 2.7. plur. Kèrukes (naam van Atheense familie). stadsomroeper (die optreedt in volksvergadering e.d.):. ὁ τῶν μυστῶν κ. de omroeper bij de mysteriën Xen. Hell. 2.4.20. trompetschelp.
German (Pape)
ῡκος, ὁ (fem. ἡ κῆρυξ Nonn. 4.11), oder nach einigen Alten κῆρυξ, wofür Ellendt und a. Neuere sich entscheiden; der Ausrufer, der Herold, ein ehrenvolles Amt, das bei Hom. nur Freie haben; sie rufen das Volk zu den Volksversammlungen zusammen, Il. 2.50, 96, 437, 442 und sonst oft, und haben Ruhe zu gebieten und die Ordnung in diesen Versammlungen aufrecht zu erhalten, Il. 2.280, 18.503, haben als Zeichen ihres Amtes σκῆπτρα, 18.505, 23.567, und händigen dem Könige, wenn er sein Amt versehen und sprechen will, das Zepter ein. Sie müssen eine starke Stimme haben, dah. λιγύφθογγοι, ἠερόφωνοι und ä.; sie werden zu den δημιουργοί gerechnet, Od. 19.135; sie stehen unter dem unmittelbaren Schutze des Zeus und gelten deshalb als heilig und unverletzlich, θεῖοι, Διῒ φίλοι, Il. 4.192, 8.517, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν, 1.334, 7.174; sie begleiten daher auch bei Unterhandlungen, die mit dem Feinde od. mit Fremden angeknüpft werden sollen, die Abgeordneten, denn ihr Geleit gewährt persönliche Sicherheit, 9.170, 24.149 und sonst oft. Bes. haben sie auch als Opferdiener alles zum öffentlichen Opfer Gehörige zu besorgen, Il. 3.245, 248, 274, Od. 20.276, warten auch beim Opferschmause und größeren Festen auf, welche die Fürsten geben, mischen den Wein und verteilen ihn, Il. 7.183, 18.558 und oft in der Od.; vgl. Ath. X.425e und XIV.660d; Hermes als Herold des Zeus und der Götter, Pind. und A., ist ihr besonderer Schutzgott, Ἑρμῆν, φίλον κήρυκα, κηρύκων σέβας Aesch. Ag. 501, κῆρυξ μέγιστε τῶν ἄνω τε καὶ κάτω Ch. 163. – Übh. heißt κῆρυξ derjenige, welcher Etwas meldet, anzeigt; αὐτοὶ θεοὶ κήρυκες ἀγγέλλουσί μοι Soph. O.C. 1507; vgl. Eur. El. 347; Ar. Thesm. 780; auch der Hahn heißt so, Eccl. 30. – Auch in der geschichtlichen Zeit finden sie sich zum Ausrichten von Staatsbotschaften und sonst in Staatsdiensten gebraucht, vgl. Dem. ἣν γὰρ ὁ κῆρυξ κατὰ τοὺς νόμους φωνὴν ἀφίησι, ταύτην κοινὴν τῆς πατρίδος δίκαιόν ἐστιν ἡγεῖσθαι, 18.170; ὁ τῶν μυστῶν κῆρυξ Xen. Hell. 2.4.20, der bei den Mysterien gebraucht wurde. Oft neben πρέσβεις, Plat. Legg. XII.941a, Dem. und A., von denen Schol. Thuc. 1.29 und Suid. sie unterscheiden, als nur im Kriege, πρέσβεις auch im Frieden gebraucht.
Bei Arist. H.A. 4.4, 5.13 ein Fisch od. eine Meerschneckenart, weil die gewundene Schale derselben von den Herolden als ein Horn zum Blasen gebraucht wurde; vgl. Ath. I.4.6.
Bei K.S. der Prediger, Verkündiger des Wortes.
[Il. 17.324, wo bei Wolf κήρυκι Ἠπυτίδῃ mit kurzem υ stand, schreibt Bekker richtig κήρυκ΄. S. aber κηρύκιον und Antimach. bei Ath. XI.475c.]
Russian (Dvoretsky)
κῆρυξ: иногда κήρυξ, дор. κᾱρυξ, ῡκος ὁ, редко ἡ
1 глашатай (Ἑρμῆς, κ., κηρύκων σέβας Aesch.): κηρύκεσσι κελεῦσαι κηρύσσειν ἀγορήνδε Ἀχαιούς Hom. приказать глашатаям созвать на площадь ахейцев;
2 (= ἄγγελος) вестник, гонец (αὐτοὶ θεοὶ κήρυκες ἀγγέλλουσί μοι Soph.);
3 (= ἀπόστολος) посланец, посол (Ἀλυάττης ἔπεμπε κήρυκα ἐς Μίλητον … Ὁ μὲν δὴ ἀπόστολος ἐς τὴν Μίλητον ἤϊε Her.);
4 проповедник, провозвестник (δικαιοσύνης NT);
5 зоол. герольд (морской моллюск, витая раковина которого употреблялась в качестве сигнального рожка) Arst., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κῆρυξ: Δωρ. κᾶρυξ (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε ἐν τέλ.), -ῡκος, ὁ: Αἰολ. ὡσαύτως κήρῡκος, ου, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 775. 26· (κηρύσσω)· ― κῆρυξ, διαλαλητής, «κράχτης», καὶ καθόλου δημόσιος ἀγγελιαφόρος μετέχων καὶ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ πρέσβεως, λίαν ἔντιμον ὑπούργημα κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους, Λατ. praeco, caduccator, legatus, Ὅμ., κτλ. Οἱ κήρυκες συνεκάλουν τὴν ἐκκλησίαν, Ἰλ. Β. 50, 97, 437, 442, Ι. 10, Ὀδ. Β. 6, κτλ.· καὶ ἐτήρουν τὴν τάξιν ἐν αὐτῇ, Ἰλ. Β. 280, Σ. 503· διεχώριζον τοὺς διαμαχομένους, Η. 274, κἐξ.· εἶχον τὴν ἐπιμέλειαν τῆς προπαρασκευῆς τῶν θυσιῶν καὶ πανηγύρεων, Γ. 245, κἑξ., Ὀδ. Υ. 276· ἔτι δὲ καὶ ἰδιωτικῶν συμποσίων, Ἰλ. Η. 183, Σ. 558, κτλ. Ὡς δημόσιοι ὑπάλληλοι καλοῦνται δημιοεργοί, Ὀδ. Τ. 135. Τὸ ἔμβλημα τῆς ἐπισημότητος αὐτῶν ἦτο τὸ σκῆπτρον, Ἰλ. Σ. 505, Ὀδ. Β. 37, κτλ. Ἀπὸ τῶν ἡρωϊκῶν χρόνων τὸ ὑπούργημα αὐτῶν ἐθεωρεῖτο ἱερὸν καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν ἀπαραβίαστον ὡς διατελούντων ὑπὸ τὴν ἄμεσον προστασίαν τοῦ Διός, καὶ ἐθεωροῦντο θεῖοι, Διῒ φίλοι Ἰλ. Δ. 192, Θ. 517· Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Α. 334, κτλ.· δι’ ὃ ἐχρησιμοποιοῦντο ὅπως διαβιβάζωσιν ἀγγελίας μεταξὺ πολεμίων, Ι. 170, Ω. 149, 178, Ὀδ. Κ. 59, 102. Μεθ’ Ὅμηρον ὁ Ἑρμῆς καλεῖται κῆρυξ τῶν θεῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 80, Θεογ. 939, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 515, Χο. (165). Κατὰ μεταγενεστέρους χρόνους τὸ μὲν ὑπούργημα αὐτῶν διέμεινε τὸ αὐτὸ σχεδόν, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ τῶν πρέσβεων, διότι οἱ κήρυκες διεβίβαζον ἀγγελίας μεταξὺ ἐθνῶν ἐν πολέμῳ πρὸς ἄλληλα διατελούντων, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 29· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 727, Πλάτ. Νόμ. 941Α, Δημ. 159. 20., 283. 2· ἐν χρήσει ἐναλλὰξ μετὰ τοῦ ἀπόστολος, Ἡρόδ. 1. 21. Ἱερατικόν τι γένος ἐν Ἀθήναις ἔφερε τὸ ὄνομα Κήρυκες, ἀπὸ Κήρυκος τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀνδοκ. 15. 28, Παυσ. 1. 38, 3, Πολυδ. Η΄, 103· Κηρυκίδαι παρὰ Φωτ. β) κῆρυξ ὡς θηλ. ἀπαντᾷ παρὰ Πινδ. Ν. 8. 1, Νόνν. 4. 11· τὸ Ἀττ. θηλ. εἶναι κηρύκαινα. 2) ἐν Ἀθήναις, κῆρυξ, ὅστις ἐκήρυττε καὶ ἐτήρει τάξιν ἐν ταῖς συνελεύσεσι κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 42, κἑξ.· ὁ κ. ἀνεῖπεν Ἀνδοκ. 6. 4, κτλ.· ὁ τῶν μυστῶν κ., ἐν Ἐλευσῖνι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20. 3) καθόλου, ἀγγελιαφόρος, θεοὶ κήρυκες ἀγγέλουσι Σοφ. Ο. Κ. 1511, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 347· ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 30· ἐπὶ τῆς γραφῆς, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 780. 4) παρ’ Ἐκκλ., ἱεροκῆρυξ. ΙΙ. εἶδος ὀστρακοδέρμου ἢ κοχλίου ἔχοντος κόγχην ἑλικοειδῶς συνεστραμμένην, δυναμένην νὰ χρησιμεύσῃ καὶ ὡς εἶδος σάλπιγγος, τὸ buccinum, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6., 5. 12, 3, κ. ἀλλ., πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 349C· ὅθεν, 2) ἀκανθωτόν τι κολαστήριον ὄργανον, Ἰακωψίου Μαρτ. Πολυκάρπου 2. ῡ ἀείποτε, διότι ἐν Ἰλ. Ρ. 324 κήρυκ’ Ἠπυτίδῃ διορθοῦται ἀντὶ κήρυκι. Αἱ μόναι ἐξαιρέσεις εἶναι κηρῠκας ἐν Ἀντιμάχῳ παρ’ Ἀθην. 475D, καὶ κηρῠκιον, ἐν Ἀνθ. Π. 11. 124. Οἱ Γραμματικοὶ ὅμως συμφώνως γράφουσι κῆρυξ, φοῖνιξ, κῆϋξ, ἴδε Πρισκιαν. 7. 8, 43, Δινδ. ἐν Στεφ. Θησ..
Spanish
English (Strong)
from κηρύσσω; a herald, i.e. of divine truth (especially of the gospel): preacher.
English (Thayer)
less correctly (yet so L WH) κῆρυξ (on the accent see Winer's Grammar, § 6,1c.; (Buttmann, 13 (12)); Lipsius, Gramm. Untersuch., p. 36; (Chandler § 622; Göttling, p. 254 f; Lob. Paralip., p. 411; W. Dindorf in Stephanus Thesaurus, under the word; Tdf. Proleg., p. 101)), κήρυκος, ὁ (akin to γῆρυς a voice, a sound, γηρύω to utter a sound, to speak; (yet cf. Vanicek, p. 140)); common in Greek writings from Homer down; a herald, a messenger vested with public authority, who conveyed the official messages of kings, magistrates, princes, military commanders, or who gave a public summons or demand, and performed various other duties. In the O. T., God's ambassador, and the herald or proclaimer of the divine word: δικαιοσύνης, one who summoned to righteousness, of Noah, 2 Timothy 1:11.
Greek Monotonic
κῆρυξ: Δωρ. κᾶρυξ, -ῡκος, ὁ,
1. αγγελιαφόρος, κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης, δημόσιος κήρυκας, σε Όμηρ. κ.λπ. Στον Όμηρ., συγκαλούν τη λαϊκή συνέλευση, διαχωρίζουν τους αντιπάλους, είναι υπεύθυνοι για τις θυσίες, ενεργούν ως διπλωματικοί αντιπρόσωποι, και τα πρόσωπά τους είναι ιερά. Μετά τον Όμηρ., ο Ερμής αποκαλείται αγγελιαφόρος των θεών, σε Ησίοδ. κ.λπ.
2. στην Αθήνα, κήρυκας που ανακοίνωνε τις εκκλησίες του δήμου, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
1. a herald, pursuivant, marshal, public messenger, Hom., etc. In Hom. they summon the assembly, separate combatants, have charge of sacrifices, act as envoys, and their persons were sacred. After Hom., Hermes is called the κῆρυξ of the gods, Hes., etc.
2. at Athens, a crier, who made proclamation in the public assemblies, Ar., etc. [from κηρύσσω
Chinese
原文音譯:k»rux 咳呂克士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:宣告(者) 相當於: (קָרָא) (קְרָא)
字義溯源:報信者,傳講者,傳道者,傳講;源自(κηρύσσω)*=宣布)。參讀 (ἄγγελος)同義字參讀 (κηρύσσω)同源字
出現次數:總共(3);提前(1);提後(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 傳道的(2) 提前2:7; 提後1:11;
2) 傳講(1) 彼後2:5
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ὁ heraldo ref. a Anubis σὸς δ' ἐστὶν Ἄνουβις, εὐσεβὴς φθιτῶν κ. tuyo es Anubis, el piadoso heraldo de los muertos SM 42 24
Lexicon Thucydideum
praeco, herald, public crier, 1.29.1, 1.29.3. 1.4.1. 1.131.1, 2.2.4. 2.5.5. 2.6.2. 2.3.1. 2.12.2. 3.24.3, 3.52.2. 3.52.3. 3.113.1. 3.113.2. 3.113.23.5.1. 4.30.4. 4.38.3, 4.38.4. 4.68.3. 4.97.2, 4.98.1. 4.98.14.99.1. 4.101.1. 4.114.1. 4.118.6. 4.13.1. 5.80.1. 6.32.1, 7.3.1.
Ceryces, familia praeconum Athenis, Ceryces, family of heralds at Athens, 8.53.2.
Translations
herald
Albanian: lajmëtar; Bulgarian: пратеник; Burmese: သံတော်ဆင့်; Catalan: herald; Danish: herold; Dutch: heraut; Finnish: sanansaattaja; French: héraut; German: Herold, Bote; Gothic: 𐍃𐍀𐌹𐌻𐌻𐌰; Greek: κήρυκας, αγγελιοφόρος; Ancient Greek: κῆρυξ, κᾶρυξ; Indonesian: bentara; Irish: aralt, bolscaire; Italian: araldo, messaggero, messo, banditore, corriere; Japanese: 使者, 布告者, 告知者, 伝令官, ヘラルド; Latin: praeco; Macedonian: гласник, пратеник; Maori: kaiwaewae, karere, pūrahorua; Old Church Slavonic Cyrillic: проповѣдьникъ; Old English: ār; Persian: جلویز; Portuguese: arauto, mensageiro; Romanian: mesager, trimis, sol; Russian: вестник; Spanish: heraldo; Swedish: härold; Turkish: haberci