ψιμυθιόω
English (LSJ)
A paint with white lead, τὸ πρόσωπον Plu.Alc.39:—Pass., τὸ πρόσωπον ἐψιμυθιῶσθαι Lys.1.14, cf. 17, Ath.12.528f: Achaean ψημυθιόω, abs. in Pass., ψημυθιοῦσθαι Schwyzer 429 (Dyme, post iii B. C.): pf. Pass. ἐψημυθιῶσθαι Phot.
German (Pape)
[Seite 1400] mit Bleiweiß anstreichen, schminken; perf. pass. Lys. 1, 14; Ctesias bei Ath. XII, 528 f; vgl. Plut. Alc. 39.
Greek (Liddell-Scott)
ψιμῠθιόω: μέλλ. ώσω, ἀλείφω διὰ ψιμυθίου,«φυκιασιδώνω», τὸ πρόσωπον Πλουτ. Ἀλκ. 39. ― Παθ., τὸ πρόσωπον ἐψιμυθιῶσθαι Λυσίας 93 4, πρβλ. 93. 20, Ἀθήν. 528F.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
farder avec du blanc de céruse.
Étymologie: ψιμύθιον.
Greek Monotonic
ψιμῠθιόω: μέλ. -ώσω, ζωγραφίζω, αλείφω, «φτιασιδώνω», μακιγιάρω με λευκό μόλυβδο, τὸ πρόσωπον, σε Πλούτ. — Παθ., απαρ. παρακ. ἐψιμυθιῶσθαι, σε Λυσ.