μακιγιάρω

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

1. βάζω στο πρόσωπο ψιμύθια, καλλυντικά, με σκοπό τον εξωραϊσμό, ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω
2. αλλάζω τη φυσιογνωμία ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων ουσιών, ώστε να μοιάζει με το πρόσωπο το οποίο υποδύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maquiller].