Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μακιγιάρω

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

1. βάζω στο πρόσωπο ψιμύθια, καλλυντικά, με σκοπό τον εξωραϊσμό, ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω
2. αλλάζω τη φυσιογνωμία ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων ουσιών, ώστε να μοιάζει με το πρόσωπο το οποίο υποδύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maquiller].