ἀθαλλής

Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans verdure, sans feuillage.
Étymologie: ἀ, θάλλω.

Spanish (DGE)

-ές
marchito, δένδρεον Orác. en Heraclid.Pont.50, αἱ δάφναι Plu.Pomp.31
fig., subst. τὸ ἀ. marchitamiento, improductividad τῆς πρὶν βλαστηφόρου προφητικῆς χάριτος Anon.Hier.Luc.20.12.

Russian (Dvoretsky)

ἀθαλλής: незеленеющий, засохший (δάφναι ἀθαλλεῖς καὶ μεμαραμμέναι Plut.).