κατικετεύω

Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Ion. for καθικετεύω.

German (Pape)

[Seite 1401] ion. = καθικετεύω, Her.

Greek (Liddell-Scott)

κατῐκετεύω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθικετεύω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καθικετεύω.

Greek Monolingual

κατικετεύω (Α)
ιων. τ. του καθικετεύω.

Greek Monotonic

κατῐκετεύω: Ιων. αντί καθ-ικετεύω.

Russian (Dvoretsky)

κατικετεύω: ион. = καθικετεύω.