παντοδαής

Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ές,

   A all-knowing, Epigr. ap. D.L.9.43.

German (Pape)

[Seite 463] ές, allwissend, Democrit. epigr. bei D. L. 9, 44.

Greek (Liddell-Scott)

παντοδαής: -ές, ὁ τὰ πάντα γινώσκων, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 9.44.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. -δάην, αόρ. β' του δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α-δαής, ορθο-δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)].

Russian (Dvoretsky)

παντοδαής: всезнающий, всеведущий Democr.