σκελίς

Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, later form for σχελίς (q.v.).    II v. σκελλίς.

German (Pape)

[Seite 891] ίδος, ἡ, att. σχελίς, der Hinterfuß und die Hüfte eines Thieres, vom Schweine der Schinken, nach Hesych. der Theil vom Rückgrat an bis an den Unterleib; σχελίδες ὁλόκνημοι, Pherecrat. bei Ath. VI, 296 a; s. σχελίς.

Greek (Liddell-Scott)

σκελίς: -ίδος, μεταγεν. τύπος τοῦ σχελίς, ὃ ἴδε. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. σκελλίς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκελίδες· τὰ περιμήκη τμήματα».

Russian (Dvoretsky)

σκελίς: ίδος ἡ Plut. = σχελίς.