σκελίς
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, later form for σχελίς (q.v.).
II v. σκελλίς.
German (Pape)
[Seite 891] ίδος, ἡ, att. σχελίς, der Hinterfuß und die Hüfte eines Tieres, vom Schweine der Schinken, nach Hesych. der Teil vom Rückgrat an bis an den Unterleib; σχελίδες ὁλόκνημοι, Pherecrat. bei Ath. VI, 296 a; s. σχελίς.
Greek (Liddell-Scott)
σκελίς: -ίδος, μεταγεν. τύπος τοῦ σχελίς, ὃ ἴδε. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. σκελλίς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκελίδες· τὰ περιμήκη τμήματα».
Russian (Dvoretsky)
σκελίς: ίδος ἡ Plut. = σχελίς.