συμπαρακαθέζομαι

Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A sit down beside also, aor. συμπαρεκαθέζετο Pl. Ly.207b; sit down beside, Them.Or.22.272b.

German (Pape)

[Seite 984] (s. ἕζομαι), dep. pass., mit od. zugleich dabei, daneben sitzen, συμπαρεκαθέζετο μετὰ τοῦ Μενεξένου Plat. Lys. 207 b.

Greek Monolingual

Α
παίρνω θέση, κάθομαι κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακαθέζομαι «κάθομαι δίπλα σε κάποιον»].

Greek Monolingual

Α
παίρνω θέση, κάθομαι κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακαθέζομαι «κάθομαι δίπλα σε κάποιον»].

Russian (Dvoretsky)

συμπαρακᾰθέζομαι: садиться вместе или рядом, присаживаться Plat.