θέση
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
Greek Monolingual
η (ΑΜ θέσις)
1. η τοποθέτηση («εἰς πλίνθων καὶ λίθων θέσιν», Πλάτ.)
2. κατάταξη, τακτοποίηση
3. ίδρυση, σύσταση («ἐκλέξασθαι δὲ καὶ Ἑλλάδος τὸν ἐπιφανέστατον τόπον εἰς αγώνων θέσιν», Διόδ.)
4. τοποθεσία (α. «το σπίτι μας είναι σε πολύ καλή θέση» β. «πόλις... αὐτάρκη θέσιν κειμένη», Ιπποκρ.)
5. (στη μουσική και μετρική) η μακρά συλλαβή του μετρικού ποδός και το πρώτο μέρος του μουσικού μέτρου
6. φρ. «θέσει μακρό φωνήεν» ή «θέσει μακρά συλλαβή» — βραχύ φωνήεν το οποίο ακολουθείται από δύο ή περισσότερα σύμφωνα και εκτείνεται στην προσωδία
νεοελλ.
1. ο τόπος στον οποίο τίθεται κάτι («κάθε πράγμα στη θέση του»)
2. (για μέσα συγκοινωνίας, θέατρα κ.λπ.) κάθισμα για ένα άτομο («δεν βρήκα θέση στο λεωφορείο»)
3. (για πλοία, σιδηροδρόμους κ.λπ.) κατηγορία διαμερισμάτων τα οποία προορίζονται για τους επιβάτες ανάλογα με την τιμή που πληρώνουν («έκοψα δύο εισιτήρια δεύτερης θέσης»)
4. αντίληψη, γνώμη για κάποιο ζήτημα («ποτέ δεν παίρνει θέση στις συζητήσεις» — ποτέ δεν λέει τη γνώμη του)
5. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος («χειροτέρεψε η θέση του»)
6. η ικανότητα για κάτι («δεν είμαι σε θέση να σε εξυπηρετήσω»)
7. υπηρεσία, λειτούργημα («θέση καθηγητή»)
8. διατριβή που υποβάλλεται για την απόκτηση διδακτορικού τίτλου ή για διορισμό καθηγητή ή υφηγητή
9. φρ. α) «δεν έχει θέση εδώ»
i) δεν είναι δεκτός
ii) είναι θέμα άσχετο με την υπόθεση
β) «πρακτικές θέσεις» — ζητήματα με μερικό ενδιαφέρον
γ) «θεωρητικές θέσεις» — απόψεις θεωρητικού χαρακτήρα
10. παροιμ. «αν κάθεσαι στη θέση σου κανείς δεν σέ σηκώνει» — δεν ενοχλεί κανείς αυτούς που δεν αναμιγνύονται σε ξένες υποθέσεις ή δεν επιχειρούν πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις τους
μσν.
1. κατεύθυνση
2. πρόθεση, σκέψη
3. μέρος της οπλής του ίππου
μσν.-αρχ.
υιοθεσία
αρχ.
1. η κατάθεση («θέσεως καὶ ἀναιρέσεως ὅπλων», Πλάτ.)
2. η κατάθεση χρημάτων πριν από τη δίκη
3. η προπληρωμή χρημάτων ως εγγύηση για αγορά κάποιου πράγματος
4. η πολιτογράφηση
5. (φιλοσ.) ζήτημα που τίθεται σε κάποιον για απόδειξη («καὶ περὶ τοῦ ἐχθροῦ δὲ ἡ αὐτὴ θέσις», Πλάτ.)
6. αρραβώνας
7. στον πληθ. αἱ θέσεις
τα σημεία στίξης
8. φρ. α) «ἡ θέσις τῶν νόμων» — η νομοθεσία
β) «θέσις ὀνόματος» — ονομασία
γ) «θέσις τελών» — η επιβολή φόρων, η φορολογία
δ) (την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου) «θέσει Ἀθηναίος» — επίτιμος Αθηναίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θέσις (< θέ-σις) σχηματίστηκε από την ασθενή βαθμίδα του ρ. τί-θη-μι και συνδέεται με αρχ. ινδ. -(d)hiti-, το οποίο εμφανίζεται μόνο σε παράγωγα και σύνθετα, π.χ. apihiti- = επί-θεσις, upahiti- = υπό-θεσις. Αρχικά η λέξη δήλωνε την ενέργεια, την πράξη του θέτω, την τοποθέτηση, αλλά αργότερα προσέλαβε πλήθος σημασιών και χρησιμοποιήθηκε ως όρος σε πολλές επιστήμες (νομική, γεωμετρία, λογική, φιλοσοφία κ.ά.). Η λ. θέσις απαντά ως β' συνθετικό αρκετών ουσιαστικών, πρβλ. ανάθεσις, διάθεσις, υπέρθεσις κ.ά., τα οποία όμως προέρχονται από τα αντίστοιχα ρήματα, πρβλ. ανατί-θημι, δια-τίθημι, υπερ-τίθημι κ.ά. και με τη σειρά της παρήγαγε επίθετα σε -θέσιμος, πρβλ. αναθέσιμος, διαθέσιμος, υπερθέσιμος].