στάθεν
English (LSJ)
στᾰθέν,
A v. ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
στάθεν: στᾰθέν, ἴδε ἐν λ. ἵστημι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. ao. Pass. de ἵστημι.
Greek Monotonic
στάθεν:I. ποιητ. αντί ἐστάθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἵστημι· αλλά,
II. στᾰθέν, μτχ. ουδ.
Russian (Dvoretsky)
στάθεν: дор. Pind. (= ἐστάθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к ἵστημι.