ἐπιτωθασμός

Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ὁ,

   A mockery, raillery, Plb.3.80.4, Hld.10.25.

German (Pape)

[Seite 998] ὁ, Verspottung, Pol. 3, 80, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτωθασμός: ὁ, ἐμπαιγμὸς, περίγελως, Πολύβ. 3. 80, 4, Ἡλιόδ. 10. 25.

Greek Monolingual

ἐπιτωθασμός, ὁ (Α) επιτωθάζω
εμπαιγμός, χλεύη («τὰ μὲν ἀγωνιῶν τὸν ἐπιτωθασμὸν τῶν ὄχλων οὐ δυνήσεται περιορᾱν δῃουμένην τὴν χώραν», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτωθασμός: ὁ насмешка, подшучивание Polyb.