περίγελως
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Greek (Liddell-Scott)
περίγελως: -ωτος, ὁ, ὁ χρησιμεύων ὡς αἰτία γέλωτος, Ψευδο-Ἰάκωβ. 9. 2.
Greek Monolingual
περίγελος και περίγελως, ο, ΝΑ, περίγελως, -ωτος, Α
1. λόγος χλευαστικός, χλευασμός, κοροϊδία
2. το αντικείμενο της χλεύης, ο καταγέλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γέλως. Ο τ. περίγελος < περίγελο].