ἐνθαλάσσιος

Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις S.Fr.432.10.

German (Pape)

[Seite 841] att. -ττιος, auf dem Meere, Soph. frg. 379; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθᾰλάσσιος: Ἀττ. -άττιος, ον, = τῷ ἑπομ., ναῦς Σοφ. Ἀποσπ. 379.

Spanish (DGE)

(ἐνθᾰλάσσιος) -ον

• Alolema(s): át. -ττιος
que está en el mar, marino νεῶν ποιμαντῆρες ἐνθαλάσσιοι de los pilotos, S.Fr.432.10, ἐνθαλάττιοι πέτραι rocas en el mar, prob. escollos Hsch.s.u. σπάρνιοι, tal vez ref. un animal marino Hsch.s.u. ἐλλόν.

Greek Monolingual

ἐνθαλάσσιος και αττ. τ. ἐνθαλάττιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα, ο θαλάσσιος («νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις» — στους θαλασσινούς κυβερνήτες τών πλοίων, Σοφ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνθᾰλάσσιος: странствующий по морю (νεῶν ποιμαντῆρες Soph.).