ὁρμά

Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (Slater)

ὁρμά
   1 jump, spring μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις. ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (ἐλαφρὰν ὁρμάν codd.: transp. Turyn: ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν πεντάθλων, οἶς σκάμματα σκάπτονται, ὅταν ἅλλωνται Σ.) (N. 5.20) ]οιονορμᾶι[ P. Oxy. 2450, fr. 7. 4.

Russian (Dvoretsky)

ὁρμά: ἡ дор. = ὁρμή.