ὁρμά
English (Slater)
ὁρμά
1 jump, spring μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις. ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (ἐλαφρὰν ὁρμάν codd.: transp. Turyn: ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν πεντάθλων, οἶς σκάμματα σκάπτονται, ὅταν ἅλλωνται Σ.) (N. 5.20) ]οιονορμᾶι[ P. Oxy. 2450, fr. 7. 4.
Russian (Dvoretsky)
ὁρμά: ἡ дор. = ὁρμή.