αὐτόθεν
English (LSJ)
before a conson. sometimes αὐτόθε, Theoc.5.60, Supp.Epigr.2.293 (Delph., iii/ii B. C.): Adv.
I of place, = ἐξ αὐτοῦ τοῦ τόπου, from the very spot: freq. with a Prep., αὐτόθεν ἐξ ἕδρης = straight from his seat, without rising, Il.19.77; αὐτόθεν ἐξ ἑδρέων Od.13.56, cf. 21.420; ἐκ τοῦ Ἄργους αὐτόθεν Th.5.83; Ἄργεος ἐξ ἱεροῖο αὐτόθεν Theoc.25.171: rare in Trag., σὺ δ' αὐτόθεν μοι χαῖρε from where you stand, not coming nearer, S. OC1137; τῶν μὲν αὐτόθεν τῶν δὲ ἀπὸ Στρυμόνος some from the country itself, others... Hdt.1.64; αὐτόθεν παρασκευῇ ἐπιέναι with a force raised on the spot, Th.6.21; αὐτόθεν πολεμοῦντα βιοτεύειν live on the country, Id.1.11; ὅπως αὐτόθεν αὐτῷ τὰ σώματα καὶ τὴν γνώμην παρασκευάζοιντο X.Ages.1.28; οἱ αὐτόθεν the natives, Th.2.25, 6.21, cf. 4.129; χρυσὸς αὐτόθεν καθαρός in its native state, Plb.34.10.12; ἐνθένδ' αὐτόθεν Ar.Ach.116; ὕδωρ αὐτόθεν ποθὲν συλλειβόμενον Luc.Alex.13.
2 from oneself, of one's own accord, spontaneously, Demetr.Eloc.32; αὐτόθεν εἰδέναι τι Dam. Pr.351.
II of time, as we say on the spot, i.e. at once, immediately, Il.20.120, A.Supp.102, Hdt.8.64, Th.1.141; δῆλός ἐστιν αὐτόθεν Ar.Eq.330, cf.Ec.246, Pl.Grg. 470e; λέγετε αὐτόθεν Id.Smp.213a.
2 obviously, αὐτόθεν ἐκφανής = self-evident, Cleom.1.8; αὐτόθεν γνώριμος Muson. Fr.1p.2H.; αὐτόθεν πρόδηλον S.E.P.2.164; αὐτόθεν φαίνεσθαι Plu.2.930a; αὐτόθεν ἐναργής Plot.5.5.1.
3 hastily, Plb.5.35.13, al., D.S.1.37.
III merely, only, dub. in Pl.Sph.22cb, cf. Plu.2.631d, Luc.Merc.Cond.4.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): αὐτόθε Theoc.5.60 adv.
I ref. al lugar de allí mismo, desde allí según contexto de, desde ahí σὺ δ' αὐτόθεν μοι χαῖρε salúdame desde ahí S.OC 1137, κατεφαίνετο πάντα αὐτόθεν desde allí se veía todo Th.5.6, αὐτόθεν μοι ποτέρισδε Theoc.l.c., ὕδωρ αὐτόθεν πόθεν συλλειβόμενον Luc.Alex.13
•precisando a un gen. c. prep. αὐτόθεν ἐξ ἕδρης desde el asiento mismo, Il.19.11, cf. Od.13.56, Plb.18.37.12, αὐτόθεν ἐκ Σαλαμῖνος Hdt.8.64, ἐκ τοῦ Ἄργους αὐτόθεν Th.5.83, cf. Theoc.25.171, αὐτόθεν ἐξέπραξεν ... ἑδράνων ἀφ' ἁγνῶν A.Supp.101.
2 de aquí mismo, desde aquí αὐτόθεν δὲ παρασκευῇ ἀξιοχρέῳ ἐπιέναι marchar desde aquí (Atenas) con fuerzas suficientes Th.6.21, καὶ αὐτόθεν σῖτον ἐν ὁλκάσι ... ἄγειν Th.6.22, τοξότων τῶν ἐκ αὐτόθεν, καὶ ἐκ Κρήτης arqueros de aquí (de Atenas) y de Creta Th.6.25
•subst. οἱ αὐτόθεν los de la región, los del país τῶν μὲν αὐτόθεν, τῶν δὲ Στρυμόνος Hdt.1.64, cf. Th.2.25, 3.7.
II ref. al tiempo
1 inmediatamente, ahora mismo μιν ἀποτρωπῶμεν ὀπίσσω αὐτόθεν Il.20.120, αὐτόθεν ... Τελαμῶνα ἐπεκαλέοντο Hdt.8.6.4, λέγετε αὐτόθεν Pl.Smp.212a, λάμβανε αὐτόθεν τὸ ἥμισυ LXX To.8.21S, αὐτόθεν πολεμεῖν τοῖς Καρχηδονίοις Plb.2.13.5, ἐπίφορον αὐτόθεν ἀναδεδώκεναι αὐτῷ POxy.266.14 (I d.C.), αὐτόθεν ἀπέσχον PHamb.38.10 (II d.C.).
2 apresuradamente οὐ μὲν οὐδ' αὐτόθεν ἀποστατέον τῆς ἀποφάσεως Plb.8.1a.2, αὐτόθεν εὐθέως προφανὲς εἶναι Plb.11.9.6, οὐ μὴν αὐτόθεν ... τῷ συγγραφεῖ προσεκτέον D.S.1.37.
III c. valor causal de ahí que, a partir de esto, por esta causa αὐτόθεν δὲ προσσυνχωροῦσιν BGU 1098.44 (I a.C.), οὐ δυνάμενος δι' ἀσθένειαν πλεῦσαι ... αὐτόθεν συνεστακέναι τὸν ... (dijo que) al no poder hacer el viaje por enfermedad, designa por lo tanto en su lugar a ..., POxy.726.12 (II d.C.), καὶ αὐτόθεν εὐδοκεῖν τὴν Ἀπολλωνάριον SB 5168.31 (II d.C.).
IV 1por sí solo, sin otra ayuda ἕρκεσιν αὐτόθεν ποιεῖται τὴν θήραν realiza la caza sin otra ayuda que unos vallados Pl.Sph.220b
•por sí mismo, de por sí ἄλογον μὲν φαίνεται καὶ αὐτόθεν ἐπιστήσασιν Arist.Phys.251a21, αἰτία αὐτόθεν προφανής causa evidente por sí misma Plb.4.39.7, τὸ γὰρ ἀδύνατον ἐν πράγμασιν αὐτόθεν ἔχει τὴν πίστιν Plb.12.21.9, cf. Plu.2.930a, Plot.5.5.1, εἰπὼν ταριχοπώλην αὐτόθεν ἐλοιδόρησεν Plu.2.631d, ταπεινοὶ αὐτόθεν ἄνθρωποι Luc.Merc.Cond.4, αὐτόθεν εἰδέναι τι Dam.in Prm.351.
2 fig. en estado original, natural χρυσὸς αὐτόθεν καθαρός Plb.34.10.12.
French (Bailly abrégé)
adv.
I. avec idée de lieu;
1 de là même, d'ici même ; αὐτόθεν ἐξ ἕδρης IL, αὐτόθεν ἐξ ἑδρέων OD du siège même ; αὐτόθεν ἐκ δίφροιο OD du haut même du char ; αὐτόθεν ἐκ Σαλαμῖνος HDT de Salamine même ; ἐκ τοῦ Ἄργους αὐτόθεν THC d'Argos même;
2 du pays même : αὐτόθεν βιοτεύειν THC trouver à vivre avec les ressources du pays ; οἱ αὐτόθεν THC les gens du pays;
II. avec idée de temps;
1 de ce moment même, dès lors ; dans un raisonnement dès lors, par suite;
2 sur-le-champ, tout de suite (cf. lat. illico);
III. fig. de soi-même, spontanément ; αὐτόθεν φαινόμενον PLUT évident de soi-même.
Étymologie: αὐτός, -θεν.
German (Pape)
1) vom Orte, von ebendaher, von derselben Stelle, von hier, Hom. und A.; gew. wird die nähere Bezeichnung des Ortes mit ἐξ hinzugefügt, αὐτόθεν ἐξ ἑδρέων, gleich von den Sitzen aus, Od. 13.56; ἐκ Σαλαμῖνος Her. 8.64; ἐκ τοῦ Ἄργους αὐτόθεν, gerade aus Argos, Thuc. 5.63; αὐτόθεν λαβεῖν, daraus nehmen, Plat. Phaedr. 265c, und sonst oft. Gegensatz ἄλλοθεν Legg. V.735c.
2 von der Zeit, auf der Stelle, sogleich, Xen. Mem. 2.8.3; Pol. 2.13 und öfter; αὐτόθεν εὐθέως 11.9; χρυσὸς αὐτόθεν καθαρός, Gold, das gediegen gegraben wird, 34.10.
3 übh. von selbst, τὸ μὲν ἕρκεσιν αὐτόθεν ποιεῖται τὴν θήραν, τὸ δὲ πληγῇ Plat. Soph. 220b, ohne weitere Hilfe, blos; λέγειν, ohne Umstände, Symp. 213a; von selbst, διενοεῖτο Dem. 50.29; an und für sich betrachtet, 39, argum. Bei Thuc. 1.104 und sonst vor Konsonanten zuweilen αὐτόθε.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόθεν: Theocr. тж. αὐτόθε adv.
1 оттуда (отсюда) же, прямо с (э)того же самого места (αὐτόθεν ἐξ ἕδρης Hom.; ἐκ τοῦ Ἄργους αὐτόθεν Thuc.);
2 там (здесь) же: οἱ αὐτόθεν Thuc. местные жители; ἤλπιζον αὐτόθεν βιοτεύσειν Thuc. они надеялись найти средства пропитания тут же на месте;
3 в первоначальном виде: χρυσὸς αὐτόθεν καθαρός Polyb. самородное золото; αὐτόθεν ἀπραγμόνως χρῆσθαί τινι Plut. употреблять что-л. (в пищу) без дополнительной обработки, в сыром виде;
4 тотчас же (αὐτόθεν ἐκ Σαλαμῖνος Αἴαντα ἐπεκαλεῦντο Her.): αὐτόθεν ἐπιτίθεσθαί τινι Xen. немедленно же приступать к чему-л.;
5 поэтому, в таком случае (αὐτόθεν διανοήθητε Thuc.);
6 поспешно, наспех, впопыхах (αὐτόθεν καὶ χωρὶς λόγου Polyb.);
7 прямо, напрямик (ἀλλά μοι λέγετε αὐτόθεν Plat.);
8 само собой: φαινόμενος αὐτόθεν Plut. самоочевидный.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόθεν: πρὸ συμφώνου ἐνίοτε αὐτοθε (Θεόκρ. 5, 60): Ἐπίρρ. (αὐτοῦ): ― τοπικόν, ἐξ αὐτοῦ τοῦ τόπου, ὡς τὸ Λατ. illinc, indidem, ἀκριβῶς ἐξ αὐτοῦ τοῦ μέρους, κοινῶς «αὐτοῦθε», Ὅμ. καὶ Ἀττ., ἀλλὰ λίαν σπάνιον παρὰ Τραγ., ἴδε κατωτ., συχνάκις μετὰ προθέσεως..., αὐτόθεν ἐξ ἕδρης, ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἐκάθητο, Ἰλ. Τ. 77· αὐτόθεν ἐξ ἐδρέων Ὀδ. Ν. 56, πρβλ. Φ. 420· αὐτόθεν ἐκ Σαλαμῖνος Ἡρόδ. Θ. 64· ἐκ τοῦ Ἄργους αὐτόθεν Θουκ. 5. 83· Ἄργεος ἐξ ἱεροῖο αὐτόθεν Θεόκρ. 25. 170· σὺ δ’ αὐτόθεν μοι χαῖρε, ἐκ τοῦ μέρους ἔνθα ἵστασαι, χωρὶς νὰ ἔλθεις πλησιέστερα, Σοφ. Ο. Κ. 1137· τῶν μὲν αὐτόθεν, τῶν δὲ ἀπὸ Στρυμόνος, τινῶν μὲν ἐξ αὐτῆς τῆς χώρας, ἑτέρων δε..., Ἡρόδ. 1. 64· αὐτόθεν βιοτεύειν, εὐρίσκειν τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐκ τοῦ τόπου, Θουκ. 1. 11, πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 1. 28: ― οἱ αὐτόθεν, οἱ ἐπιχώριοι, Θούκ. 2. 25., 6. 21, πρβλ. 4. 129· χρυσὸς αὐτόθεν καθαρός, ἐκ τούτου τοῦ μέρους, Πολύβ. 34. 10, 12· ἐνθένδ’ αὐτόθεν Ἀριστοφ. Ἀχ. 116. 2) ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐξ ἰδίας θελήσεως, αὐτομάτως, Δημ. 1215, ἐν τέλει. ΙΙ. χρονικόν, παραχρῆμα, πάραυτα, «’ς τὴν στιγμήν», ἀμέσως, Λατ. illico, Αἰσχύλ. Ἱκ. 101, Ἡρόδ. 8. 64· δῆλός ἐστίν αὐτ. Ἀριστοφ. Ἱπ. 330, πρβλ. Ἐκκλ. 246· λέγετε αὐτόθεν Πλάτ. Γοργ. 470Ε, Συμπ. 213Α· ἅπαξ διὰ παντός, Θουκ. 1. 141. ΙΙΙ. ἁπλῶς μόνον, τὸ μὲν ἔρκεσιν αὐτόθεν..., τὸ δὲ πληγῇ Πλάτ. Σοφ. 220Β.
English (Autenrieth)
from (right) there or here, from where he or she was; (μετέειπεν) αὐτόθεν ἐξ ἕδρης, οὐδ' ἐν μέσσοισιν ἀναστάς, Τ, Od. 21.420.
English (Slater)
αὐτόθεν
1 hence, from this point τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν (i. e. from their exploits at Troy. contra Schadewaldt, 313̆{2}, “von Aigina aus”) (N. 3.64) εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις (“von hier aus”, Bischoff, Gnomen, 77n. 4.) (N. 5.20)
Greek Monolingual
αὐτόθεν και -θε επίρρ. (AM)
από αυτόν τον τόπο, από αυτό το σημείο
αρχ.
1. φρ. οἱ αὐτόθεν
οι επιχώριοι, οι ντόπιοι
2. αφ' εαυτού, αυτόματα, αυθόρμητα
3. αμέσως στη στιγμή
4. σαφώς φανερά
5. εσπευσμένα, βιαστικά
6. απλώς μόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός + (επιρρ. κατάλ.) -θεν (πρβλ. ακρόθεν, άλλοθεν, αρχήθεν κ.ά.)].
Greek Monotonic
αὐτόθεν: πριν από σύμφωνο -θε, επίρρ.· (αὐτοῦ)·
I. λέγεται για τόπο· από αυτό το μέρος ακριβώς, Λατ. illinc, σε Όμηρ., Αττ.· αὐτόθεν ἐξ ἕδρης, από εκεί ακριβώς που καθόταν, χωρίς να σηκωθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· αὐτόθεν ἐκ Σαλαμῖνος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αὐτόθεν, από εκεί που στέκεσαι, σε Σοφ.· αὐτόθεν βιοτεύειν, βρίσκει τα προς το ζην απ' αυτόν τον τόπο, σε Θουκ.· οἱ αὐτόθεν, ντόπιοι κάτοικοι, αυτόχθονες, τον ίδ.
II. λέγεται για χρόνο, αυτοστιγμεί, αμέσως, Λατ. illico, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
αὐτοῦ
I. of place, from the very spot, Lat. illinc, Hom., Attic; αὐτ. ἐξ ἕδρης straight from his seat, without rising, Il.; αὐτ. ἐκ Σαλαμῖνος Hdt., etc.; αὐτόθεν from where thou standest, Soph.; αὐτ. βιοτεύειν to find a living from the place, Thuc.:— οἱ αὐτ. the natives, Thuc.
II. of time, on the spot, at once, Lat. illico, Il., Hdt., Attic
English (Woodhouse)
immediately, at the very moment, from the spot, from the very spot, on the spot
Lexicon Thucydideum
illinc, from that place, 2.69.1, 3.51.2. 3.51.23.86.4, 4.52.3, 5.6.3, 5.6.36.4.1. 6.71.2, 7.33.4, 7.50.2. 7.78.4, 8.63.2,
ex ipsa regione (ubi res agitur), from the very region (where the matter takes place), 1.11.1, 4.52.2, 5.2.2, 6.71.2, 6.94.4,
per appos. ad genit. loci, by apposition with genitive of place 5.83.1,
regionis illius incolae (in qua bellum geritur), inhabitants of that region (in which war is waged), 2.25.3. 3.7.5. 4.129.2. 5.21.3. 5.52.2. 6.71.2. 7.34.2. 7.71.1. 8.1.2. 8.22.1.—
hinc, ex eo ipso loco, hence, from that very place, 6.21.2, (ex Athenis, ubi est is qui loquitur from Athens, where the speaker is) 6.22.1, 6.26.2, 6.37.1. 7.17.1.
qui hic est, who is here, 6.22.1, 6.25.2, (ex Athenis from Athens)
Transl. translate 1.141.1.
Translations
immediately
Afrikaans: dadelik, onmiddelik; Albanian: menjëherë, përnjëherësh; Arabic: فَوْرًا, حَالًا, مُبَاشَرَةً; Egyptian Arabic: حَالًا; Gulf Arabic: عَلَطُول; Hijazi Arabic: على طول; Armenian: անմիջապես; Azerbaijani: dərhal; Belarusian: неадкладна, зараз жа; Bulgarian: веднага, незабавно, непосредствено; Burmese: ချက်ချင်း, ချက်ခနဲ, ဆောတလျင်, ဒက်ခနဲ, ဆောလျင်စွ, ရက်ရက်, ရုတ်ခြည်း; Catalan: immediatament; Cherokee: ᎲᎴᏊ; Cheyenne: sé'ea'e; Chinese Mandarin: 馬上/马上, 立刻, 即刻, 立即, 直接; Min Nan: 馬上/马上, 即時/即时, 連鞭/连鞭, 隨時/随时; Crimean Tatar: deral, tez, çabik; Czech: ihned, hned, okamžitě; Danish: øjeblikkeligt, med det samme, nu, med det vuns; Dutch: meteen, direct, onmiddellijk; Esperanto: tuj, senprokraste; Finnish: heti, välittömästi; French: immédiatement, tout de suite, aussitôt; Galician: inmediatamente, no intre, logo, decontado, deseguida; Georgian: მყისიერად, ეგრევე, მაშინვე, უმალვე, სასწრაფოდ, გადაუდებლად, დაუყოვნებლივ; German: sofort, alsbald, unverzüglich, auf der Stelle, umgehend; Greek: αμέσως; Ancient Greek: ἅμα, ἀμέσως, ἄναυτα, ἄντικρυς, ἀνυπερθέτως, ἀοτίκα, ἀπαυτίκα, ἄρτι, ἀρχῆθεν, ἀστραγεύτως, ἀτόμως, αὐθωρεί, αὐθωρί, αὐθωρόν, αὐτῆς ὥρας, αὐτίκα, αὔτικα, αὐτοβοεί, αὐτόδιον, αὐτόθεν, αὐτόθι, αὐτοσχεδόν, ἄφαρ, ἀφαρεί, εἰς αὐτίκα μάλ', ἐμμαπέως, ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ, ἐνθενδί, ἐνταῦθα, ἐξ αὐτῆς, ἐξ ἑτοίμου, ἐπαυτίκα, εὐθέως, εὐθέως παραχρῆμα, εὐθύς, ἤδη, κατὰ τὸν ἀμερῆ χρόνον, μάλ' αὐτίκα, οὐ χρόνῳ, παρ' αὐτά, παρᾶσσον, παραυτά, πάραυτα, παραυτίκα, παρευθύς, προσεχῶς, συντόμως, τὴν πρώτην, ὦκα, ὡς τάχιστα, ὡς τάχος; Hebrew: מִיָּד, תֵּכֶף; Hindi: तत्काल, तुरंत, फ़ौरन; Hungarian: azonnal, rögtön, nyomban, azon nyomban, máris; Icelandic: strax; Ido: quik; Istriot: soûbito; Italian: immediatamente, subito, su due piedi; Japanese: 直ぐに, 直ちに, 直接に; Korean: 즉시, 곧; Ladino: pishin, devista, en vista; Latgalian: tiuleņ, tiuļ; Latin: iugiter, ilico, statim, actutum; Latvian: tūlīt; Limburgish: drek; Lithuanian: tuoj; Malay: serta-merta; Malayalam: പെട്ടെന്ന്, ഉടനെ; Maore Comorian: kamwe; Maori: tangetange; Marathi: ताबडतोब, आत्ताच्या आत्ता; Navajo: hah, haneetehee, tʼah kodą́ą́ʼ, tʼáá áko; Norwegian Bokmål: øyeblikkelig, med en gang, umiddelbart; Old English: sōna, þǣrrihte; Persian: فوراً; Polish: zaraz, natychmiast, doraźnie, natychmiastowo, bezpośrednio, niezwłocznie, bezzwłocznie, w tym momencie; Portuguese: imediatamente; Quechua: kunallan; Romanian: imediat, fără întârziere, numaidecât, de îndată, îndată; Russian: немедленно, тотчас, тотчас же, сию минуту; Sanskrit: सकृत्, झटुति, सपदि, तत्क्षण; Scottish Gaelic: anns a' bhad, sa bhad; Serbo-Croatian: odmah, smjesta; Slovene: takój; Sorbian Lower Sorbian: ned; Spanish: inmediatamente, de inmediato, ya, sin demora, enseguida, acto seguido; Swahili: mara moja, mara; Swedish: ögonblickligen, på direkten, omedelbart, genast, omgående, ögonaböj, nu, med detsamma, på en gång, med en gång; Telugu: తక్షణము; Thai: ทันที; Tibetan: འཕྲལ་དུ; Tocharian B: teteka; Turkish: anında, derhal, hemen; Ukrainian: зараз, негайно; Urdu: فوراً; Uyghur: دەرھال; Venetian: sùito, sùvito; Vietnamese: ngay, ngay lập tức, ngay tức khắc, lập tức, ngay tức thì; Volapük: sunädo; Yiddish: תּיכּף; Yoruba: lẹ́sẹ̀kẹ́sẹ̀, lójijì; Zhuang: doq, sikhaek