ἁγέομαι

Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

Dor. for ἡγέομαι· τὰ ἁγημενα

   A custom, prescription, Orac. ap.D.43.66.

German (Pape)

[Seite 12] dor. für ἡγέομαι, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγέομαι: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἡγέομαι, Πίνδ. τὰ ἁγημένα, τὰ νενομισμένα, Χρησμ. παρὰ Δημοσθ. 1072, 27. Οὗτος ὁ τύπος ἀπαντᾷ καὶ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδότου, ὡς 2, 69, 72, 115, κτλ., ἀλλὰ διορθοῦται ὑπὸ τῶν ἐκδοτῶν εἰς ἡγέομαι.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡγέομαι.

English (Slater)

ᾱγέομαι
   1 lead, guide
   a abs., μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον (P. 10.45) Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2. 67.
   b c. gen., be leader in πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις (P. 4.248) φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (N. 5.25)

Greek Monotonic

ἁγέομαι: Δωρ. αντί ἡγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἁγέομαι: (ᾱγ) дор. = ἡγέομαι.