ἐκπεύθομαι

Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A = ἐκπυνθάνομαι, A.Pers.955 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 772] poet. = ἐκπυνθάνομαι, Aesch. Pers. 916.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεύθομαι: ἐκπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 954· ἀλλ᾿ ἴδε Ἕρμαννον.

French (Bailly abrégé)

c. ἐκπυνθάνομαι.

Spanish (DGE)

enterarse de πάντα A.Pers.955.

Greek Monolingual

ἐκπεύθομαι (AM)
ζητώ, ρωτώ να μάθω.

Greek Monotonic

ἐκπεύθομαι: = ἐκπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπεύθομαι: Aesch. = ἐκπυνθάνομαι.