κορινθιάζομαι (Α) κορίνθιος1. ασκώ το επάγγελμα της πόρνης, όπως οι εταίρες της αρχαίας Κορίνθου2. είμαι μαστροπός3. καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες.
κορινθιάζομαι: жить по-коринфски, т. е. распутничать Arph.