κορίνθιος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

-ια, -ιο, θηλ. και -ία (Α κορίνθιος, -ία, -ον, θηλ. και κορινθιάς, -άδος) Κόρινθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, κορινθιακός («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», Ευρ.)
2. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο Κορίνθιος, η Κορίνθια ή η Κορινθία ή η Κορινθιάς
ο ή η κάτοικος της Κορίνθου ή αυτός που κατάγεται από την Κόρινθο (α. «η προς Κορινθίους επιστολή» β. «οὐ Κορινθίων τοῦ δημοσίου ἐστὶν ὁ θησαυρός», Ηρόδ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κορινθία
ο νομός της Πελοποννήσου που κατέχει το ΒΑ άκρο της (α. «η Κορινθία έχει μεγάλη παραγωγή σταφίδας» β. «ἔξω τῆς Κορινθίας ἀπεχώρησαν», Ξεν.).
επίρρ...
κορινθίως (Α)
κατά κορινθιακό τρόπο, κατά τον τρόπο τών Κορινθίων («οἶκον ἐστεγασμένον κορινθίως», Ιώσ.).