εὔχλοος
English (LSJ)
ον, contr. εὔχλους, ουν, (χλόη)
A fresh and green, epith. of Demeter, S.OC1600, cf. Nonn.D.41.15.
German (Pape)
[Seite 1109] zsgzgn εὔχλους, bei Soph. O. C. 1596 Beiname der Demeter, die Alles grünen macht (s. χλόη). – Sonst = schön grünend, Opp. H. 1, 132 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχλοος: συνηρ. -χλους, ουν, (χλόη) χλοερός, ἐπίθ. τῆς Δήμητρος, Σοφ. Ο. Κ. 1600· ἀνθηρός, θαλερός, Νόνν. Δ. 41. 15.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui produit une belle verdure.
Étymologie: εὖ, χλοή.
Greek Monotonic
εὔχλοος: -ον, συνηρ. -χλους, -ουν (χλόα), χλοερός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔχλοος: покрывающий (все) зеленью, одевающий в зелень (Δημήτηρ Soph.).