χλοερός

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοερός Medium diacritics: χλοερός Low diacritics: χλοερός Capitals: ΧΛΟΕΡΟΣ
Transliteration A: chloerós Transliteration B: chloeros Transliteration C: chloeros Beta Code: xloero/s

English (LSJ)

ά, όν, verdant, ὄζος Hes.Sc.393;·χλοεραῖς λείμακος ἡδοναῖς E.Ba. 866 (lyr.); χ. στάδια, ῥέεθρα, Id.Ion497 (lyr.), Ph.660(lyr.); χ. ὑλώδη πάγον S.Ichn.215; χ. μέλεα Theocr.27.67.

German (Pape)

[Seite 1359] poet. = χλωρός; Hes. Sc. 393; δεῖμα Eur. Suppl. 617; ῥόδεα πέταλα Her. 249; Bacch. 866; μέλεα Theocr. 27, 65; Thall. 4 (IX, 220).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
c. χλωρός.

Russian (Dvoretsky)

χλοερός: Eur., Theocr. = χλωρός.

Greek (Liddell-Scott)

χλοερός: χλοερότης, ἴδε ἐν λ. χλωρ-.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χλοερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
χλωρός, πράσινος (α. «χλοερό λιβάδι» β. «ἐκ τόπων χλοερῶν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(ιδίως για τόπο) καλυμμένος με χλόη
αρχ.
μτφ. ζωηρός, ακμαίος («ὣς οἳ μὲν χλοεροῖσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφερός)].

Greek Monotonic

χλοερός: ποιητ. αντί χλωρός.

Middle Liddell

poet. for χλωρός.]

Mantoulidis Etymological

Ἀσυναίρετ. τοῦ χλωρός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χλόη.