συγκατανέμομαι

Revision as of 06:22, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

French (Bailly abrégé)

se partager, acc..
Étymologie: σύν, κατανέμω.

Russian (Dvoretsky)

συγκατανέμομαι: сообща владеть (τὴν γῆν Thuc.).