συγκατανέμομαι

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

French (Bailly abrégé)

se partager, acc..
Étymologie: σύν, κατανέμω.

Russian (Dvoretsky)

συγκατανέμομαι: сообща владеть (τὴν γῆν Thuc.).