προὐφείλω

Revision as of 06:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 795] = προοφείλω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

προὐφείλω: ἴδε ἐν λ. προοφείλω.

French (Bailly abrégé)

contr. att. de προοφείλω.

Greek Monolingual

Α
βλ. προοφείλω.

Greek Monotonic

προὐφείλω: συνηρ. αντί προ-οφείλω.

Russian (Dvoretsky)

προὐφείλω: стяж. = προοφείλω.