ἀκανθοφάγος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A feeding on thistles, Arist.HA592b30.
German (Pape)
[Seite 68] Dornen fressend, Arist. H. A. 8, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐσθίων ἀκάνθας, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3, 6.
Spanish (DGE)
-ον
que se alimenta de cardosde pájaros, Arist.HA 592b30.
Greek Monolingual
ἀκανθοφάγος, -ον (Α)
(ζώο) που τρώει αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -φάγος < ἔφαγον, ἐσθίω.
ΠΑΡ. μσν. ἀκανθοφαγῶ].
Russian (Dvoretsky)
ἀκανθοφάγος: поедающий колючки (ἀκανθίς Arst.).