ἄκανθα
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
[ᾰκ], ης, ἡ, (ἀκή A)
A thorn, prickle, Arist.PA655a19, Thphr. HP6.1.3: hence,
1 any thorny or prickly plant (in Od.5.328 (pl.) prob. Eryngium campestre), S.Fr.718, Eub.107.19, Theoc.1.132, etc.: prov., οὐ γὰρ ἄκανθαι = no thistles, i.e. 'an easy job', Ar.Fr. 272,483:—special kinds: ἄκανθα Ἀραβική = smaller milk-thistle, Notobasis syriaca, Dsc.3.13; ἄκανθα βασιλική = fish-thistle, Cnicus acarna, Thphr. CP 1.10.5; ἄκανθα Ἰνδική = Balsamodendron mukul, Id.HP9.1.2; ἄκανθα λευκή = Acacia albida, ib.4.2.8; = ἄκανθα βασιλική, Dsc.3.12; ἄκανθα λευκὴ τρίοζος = Euphorbia antiquorum, Thphr.HP4.4.12; ἄκανθα ἀκανώδης (prob.) corn thistle, Canada thistle, creeping thistle, way thistle, Carduus arvensis, Cirsium arvense, ib.10.6.
2 of other plants, e.g. Spanish broom, Spartium junceum, Str.3.5.10:—= ἀκακία, ἄκανθα Αἰγυπτία, Thphr.HP9.1.2. cf. POxy.1188.10 (13 A. D.), etc.; ἄκανθα μέλαινα = Acacia arabica, Thphr.HP4.2.8, cf. Hdt.2.96, Thd.Is.41.19; ἄκανθα διψάς = Acacia tortilis, Thphr.HP4.7.1.
3 central flowering-bud of χαμαιλέων λευκός, ib.9.12.1, Dsc.3.8.
4 = ἄκανθος, Ps.-Dsc. 3.17.
5 in plural, prickles or spines of the hedgehog and of certain fish, Ion Trag.38, Arist.HA530b8.
6 backbone or spine of fish, A. Fr.275, Ar.V.969, Alex.110.11,al.; of serpents, Hdt.2.75, Theoc.24.32, A.R.4.150; of men, Hdt.4.72, Hp.Art.14, E.El.492, Arist.PA 654a26, Gal.2.451, etc.; improperly used of mammalia, acc. to Arist. AP0.98a22; of the spinous processes of the vertebrae, Gal.2.758; χονδρώδεις ἄκανθαι = false ribs, Ruf.Oss.25.
7 metaph. in plural, thorny questions, Luc.Hes.5, Ath.3.97d.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I bot.
1 cardo prob. cardo corredor, Eryngium campestre L., Od.5.328, S.Fr.718, Eub.106.17, Theoc.1.132, ἄκανθα καὶ βάτοι Plb.3.71.1
•de clases de cardo definidas ἄκανθα βασιλική Picnomon acarna (L.) Cass., Thphr.CP 1.10.5, ἄκανθα λευκή Dsc.3.12
•ἄκανθα κεάνωθος = Cirsium arvense (L.) Scop., Thphr.HP 4.10.6
•ἄκανθα Ἀραβική = cardo arábigo, Notobasis syriaca (L.) Cass., Dsc.3.13.
2 acacia esp. el árbol de la goma, Acacia arabica o nilotica Hdt.2.96, Thd.Is.41.19, PSI 382.7, 13 (III a.C.), POxy.1188.10 (I d.C.), ἄκανθα αἰγυπτία Thphr.HP 9.1.2, ἄκανθα μέλαινα Thphr.HP 4.2.8
•ἄκανθα λευκή = Faidherbia albida (Delile) A.Chev., Thphr.HP 4.2.8
•ἄκανθα διψάς = espino de parasol, Acacia tortilis (Forssk.) Hayne, Thphr.HP 4.7.1.
3 de otros arbustos: ἄκανθα Ἰνδική = balsamera, árbol del bálsamo makul, Commiphora wightii (Arn.) Bhandari, Thphr.HP 9.1.2
•ἄκανθα λευκὴ τρίοζος = euforbia, Euphorbia antiquorum L., Thphr.HP 4.4.12
•gayomba, retama de olor, Spartium junceum L., Str.3.5.10
•acanto, Acantus spinosus L., Dsc.3.17
•acanto salvaje, Acanthus spinosus L. ib.
•abrojo, Tribulus terrestris L., Ael.NA 16.32
•en gener. zarza Plb.3.71.4, ἄκανθα καὶ τρίβολοι LXX Ge.3.18, cf. Ph.1.136, ἐν ταῖς ἀκάνθαις τῆς ἐρήμου LXX Id.8.7, 16
•en lit. jud. crist. puede ser frec. gatuña, Ononis spinosa L., cf. Eu.Matt.13.7, 22
•fig. prov. οὐ γὰρ ἄκανθαι = sin dificultades Ar.Fr.499, 284, ἄκανθαι cuestiones espinosas Luc.Hes.5, Ath.97d.
4 cardo ajonjero, Atractylis gummifera L., Dsc.3.8.
II anat.
1 espina dorsal, espinazo de pers., Diog.Apoll.B 6, Hdt.4.72, Hp.Art.14, E.El.492, Tr.117, Arist.PA 654a26, Gal.2.451
•espina, raspa de pescado, Democr.B 151, A.Fr.275, Ar.V.969, Alex.115.11
•de serpientes, Hdt.2.75, Theoc.24.32, A.R.4.150, Androm.97, Nonn.D.22.34.
2 apófisis de las vértebras, Gal.2.758, χονδρώδεις ἄκανθα costillas falsas Ruf.Oss.25.
III 1espina, pincho τὴν ἄκανθαν ἔξελε sáca(me) la espina Ar.Ra.657, βατῶν Theoc.7.140, cf. Arist.PA 655a16, Thphr.HP 6.1.3, Ath.71c, de la rosa AP 12.40, 12.256 (Mel.), στέφανος ἐξ ἀκανθῶν Eu.Matt.27.29, ἀκανθῶν ὀξυτάτων φορτίον Luc.Asin.30, cf. IG 22.4514.24 (II d.C.).
2 espina, púa, pincho del erizo, Io Trag.38, Arist.GA 717b31, del erizo de mar, Arist.HA 530b8, de peces, Arist.HA 565b27, Opp.H.2.49.
• Etimología: Hay varias propuestas etimológicas: 1) ἀκ- ‘punta’ + ἄνθος. 2) ἄκανος + ἄνθος > *ακανανθος c. haplología. 3) substrato mediterráneo.
German (Pape)
[Seite 68] ἡ (vgl. ἀκή), 1) Stachel, Dorn, πυκιναὶ βάτων ἄκανθαι Theocr. 7, 140; ῥόδων Luc. hist. scr. 28; ἐχίνου Ath. IV, 135 a; mit Anspielung auf das Stachelschwein, Ep. ad. 76 (XI, 329). – 2) Distel, Od. 5, 328 (ἅπαξ εἰρημ.); – übh. mit Stacheln versehene Gewächse, z. B. ein ägypt. Baum Her. 2, 96. – 3) Rückgrat, bes. der Fische, Suid. ἄκ. ἡ ῥάχις τοῦ κήτους, vgl. Arat. Ph. 356; Antiphan. Ath. VIII, 339 a; der Schlangen Her. 2, 75; Theocr. 24, 32 u. a.; von Menschen Her. 4, 72, wie Hippocr.; auch Eur. Tr. 117; διπλῆ El. 495, der gekrümmte Rücken; ἐπεὶ μογέοιεν ἀκάνθας Theocr. 24, 32. – 4) Spitzfindigkeiten, ἐκ τῶν βιβλίων ἐκλέγω ἀκ. Ath. VIII, 347 d. Vgl. ἄκανθος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. épine, piquant ; d'où
1 chardon, plante;
2 acacia, arbre;
II. p. anal.
1 dard d'un serpent;
2 épine dorsale;
NT: ronce.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu.
Russian (Dvoretsky)
ἄκανθα: ἡ
1 шип, колючка (βάτων Theocr.; ῥόδων Luc.): σκινδαλάμους καὶ ἀκάνθας ἐκλέγειν погов. Luc. выбирать сучки и шипы, т. е. придираться к мелким недочетам;
2 терн, терновник Hom.;
3 аканта (предполож. разновидность акации Mimosa Nilotica) Her.;
4 спинной хребет, позвоночник Her., Arph., Arst., Theocr.: διπλῆ ἀ. Eur. согбенная спина; ἄκανθα ἰχθύος Plut. рыбьи кости;
5 щетина, иглы (χοίρου Anth.);
6 шутл. седой волос (πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκανθα: [ᾰκ], ης, ἡ, (ἀκή), = ἄκανθα, κέντρον, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 9. 2, Θεόκρ. 7. 140, κτλ. Ἐντεῦθεν, 1) φυτὸν ἀκανθῶδες, ἐκ τοῦ εἴδους «γαϊδουράγκαθον», κύναρος ἄκ., Σοφ. Ἀποσπ. 643· πρβλ. 746: κατὰ πληθ., ἀκανθεών, Ὀδ. Ε. 328· πρβλ. ἄκανθος· - ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐας ε΄, 4, ἔνθα ἐν τῇ Ἀγγλ. μεταφράσει φέρεται ἀγριοστάφυλα)· πρβλ. Εὐαγ. κ. Ματθ. ζ΄, 16: - παροιμ. οὐ γὰρ ἄκανθαι, οὐκ ἄχρηστόν τι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 407. 2) ἐπὶ τῶν ἀκανθῶν τοῦ ἀκανθοχοίρου καί τινων ἰχθύων, Ἴων παρ’ Ἀθην. 91Ε, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 5, 2: - ὡσαύτως, αἱ ἄκανθαι φυτῶν τινων, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 5, κτλ. 3) ἡ σπονδυλικὴ στήλη τῶν ἰχθύων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 270, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 969, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 11, καὶ ἀλλ.: ἐπὶ ὄφεων, Ἡρόδ. 2. 75, Θεόκρ. 24, 32: - ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 4. 72, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 791, Εὐρ. Ἠλ. 492, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 8, 9, κτλ., ἀλλὰ καταχρηστικῶς ἐπὶ τῶν μαστοφόρων, κατὰ τὸν Ἀριστ. Ἀν. ὕστ. 2. 14, 4: - τεχνικῶς, κατὰ Γαλην. 2. 451. Περὶ μιᾶς τῶν τῆς ῥάχεως ἀποφύσεων τῶν σπονδύλων. 4) μεταφ., ἄκανθαι (ζητήσεων), τὸ τοῦ Κικέρωνος spinae disserendi, ἀκανθώδη ζητήματα, Λουκ. Διάλεξις πρὸς Ἡσίοδ. 5, Ἀθήν. 97D., πρβλ. ἀκανθοβάτης = λόγος ἀκανθώδης. ΙΙ. ἀκανθῶδες δένδρον, πιθανῶς εἶδος ἀκακίας εὑρισκομένης ἐν Αἰγύπτῳ, τὸ δένδρον mimosa Nilotica (ὁπόθεν τὸ ἀραβικὸν κόμμι λαμβάνεται), Ἡρόδ. 2. 96 (πρβλ. ἀκάνθινος): διάφορα εἴδη ἀναφέρει ὁ Θεόφραστος.
English (Autenrieth)
(root ακ): thistle, pl. Od. 5.328†.
English (Abbott-Smith)
ἄκανθα, -ης, ἡ (< ἀκή, a point), [in LXX chiefly for קוֹץ, also for סִיר, שַׁיִת, etc.;]
a prickly plant, thorn, brier; in NT always pl.: Mt 7:16 13:7,22 27:29, Mk 4:7,18, Lk 6:44 8:7,14, Jo 19:2, He 6:8 (v. MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
probably from the same as ἀκμήν; a thorn: thorn.
English (Thayer)
(ης, ἡ (ἀκή a point (but see in ἀκμή));
a. a thorn bramble-bush, brier: εἰς τάς ἀκάνθας i. e. among the seeds of thorns, L margin: ἐπί), 18 (Tdf. ἐπί); ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν); ἐπί τάς ἀκάνθας, i. e. upon ground in which seeds of thorns were lying hidden, a thorny plant: στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, ἀκανθῶν, from ἄκανθος, acanthus, bear's foot; but the meaning of ἄκανθα is somewhat comprehensive even in secular writings cf. the classical Greek Lexicons under the word (On the Crown of thorns> see BB. DD. under the word, and for references McClintock and Strong's Cyclopaedia.)
Greek Monolingual
η (η αγκάθα) (Α ἄκανθα)
1. κεντρί, αγκάθι μυτερό σε φυτά ή έντομα
2. μυτερή προεξοχή ενός οστού
«ρινική άκανθα»
αρχ.
1. φυτό με αγκάθια, γαϊδουράγκαθο
2. αγκαθωτό δέντρο της Αιγύπτου, είδος ακακίας (Ηρόδ. 2.96)
3. το αγκάθι, η βελόνα του σκαντζόχοιρου
4. η σπονδυλική στήλη τών ψαριών (Αισχύλ. απ. 270, Αριστοφ. Σφήκ. 969), τών φιδιών (Ηρόδ. 2.75), τών ανθρώπων (Ηρόδ. 4.72)
5. ο άκανθος
6. μτφ. κάτι το άχρηστο
«οὐ γὰρ ἄκανθαι» (Αριστοφ. απ. 407)
7. μτφ. ἄκανθαι (ζητήσεων)
προβλήματα ακανθώδη (Λουκ. Διάλ. προς Ησίοδον 5)
8. μτφ. η αμαρτία (Γρηγ. Νύσσ. Μ. (46.1136c), η αίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄκανθα ξεκίνησε ως βοτανικός όρος που δήλωνε διάφορα είδη αγκαθωτών φυτών. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει τα αγκάθια τών ψαριών και, συνεκδοχικά, τον σκελετό τους, φτάνοντας τελικά να σημάνει και τη σπονδυλική στήλη τών ζώων, ερπετών και του ανθρώπου. Δεν υπάρχει γενικότερη συμφωνία ως προς την ετυμολογική προέλευση της λέξεως. Αλλοι δέχονται πως προέρχεται από αρχικό τύπο ἄκ-ανθα «άνθη τών αγκαθιών» κι άλλοι ανάγονται σε αρχικό τ. ἄκαν-θα. Πιθανότερη φαίνεται μια νεώτερη άποψη που ερμηνεύει τη λέξη με απλολογία από τ. ἀκαν-ανθα ή, μάλλον, ἀκαν-ανθος που θα προήλθε από συμφυρμό τών ἄκανος και ἄνθος. Σύμφωνα μ' αυτή την ερμηνεία η σχέση της λ. ἄκανθα με τη ρίζα ακ- «μυτερός» είναι έμμεση, με παρεμβολή του τ. ἄκανος («είδος αγκαθιού-αγκαθωτή κορφή») που ανάγεται σ' αυτή τη ρίζα. Από το πλήθος τών παραγώγων της λ. άλλα συνδέονται με τη σημασία «αγκάθι», ενώ πολλά ονόματα ζώων ή ψαριών φαίνονται να συνδέονται περισσότερο με τις σημασίες «αγκάθι ψαριού, ραχοκοκαλιά, σπονδυλική στήλη. Τέλος η λ. έδωσε λαβή στη δημιουργία πλήθους επιστημονικών όρων, αρχαίων και νέων. Από τον υποκοριστικό τ. του ἄκανθα, το ἀκάνθιον, προήλθε στους μεσαιωνικούς χρόνους ο τ. ἀκάνθιν, απ' όπου τελικά προέκυψε ο νεοελλ. τ. αγκάθι με ηχηροποίηση του κ ως g (γκ), πιθ. από παρετυμολογική επίδραση λέξεων όπως αγκύλη, αγκυλώνω, αγκίστρι (πρβλ. και αγκίδα < ἀκίδα / ἀκίς, αγκινάρα < κινάρα). Ο τ. αγκάθι χρησιμοποιήθηκε ως α' ή β' συνθετικό πολλών νεοελληνικών συνθέτων, φυτωνυμίων κυρίως της λαϊκής ονοματολογίας, ενώ από το αρχ. και λόγιο νεοελλ. ἄκανθα δημιουργήθηκαν κυρίως επιστημονικοί βοτανικοί και ζωολογικοί όροι. Πρβλ. λ.χ. λαϊκά (διαλεκτικά συνήθως) φυτωνύμια, όπως αγκαθοκέφαλο, αγκαθόκλωνο, αγκαθοκολιά, αγκαθόκορφο, αγκαθολάπαθο, αγκαθομανίταρο, αγκαθομαστίχα, αγκαθοροδιά και άλλα σύνθετα με το αγκάθι ως β' συνθετικό: αγριάγκαθο, κεφαλάγκαθο, ξυλάγκαθο, κοκκινάγκαθο, γομαράγκαθο, ψαράγκαθο, ξεράγκαθο, ασπράγκαθο, τετράγκαθο, σταυράγκαθο, γαϊδουράγκαθο, χλωράγκαθο, χριστάγκαθο, μαστιχάγκαθο. Για περισσότερα (αρχική ρίζα, ομόρριζα κ.λπ.) βλ. λήμμα ακ-].Παράγωγα και σύνθετα της λέξης άκανθα:
ΠΑΡ. ακανθηρός, ακανθίας, ακανθικός, ακάνθινος, ακάνθιον, ακανθίς, ακανθίων, ακανθυλλίς, ακανθώδης, ακανθών αρχ. ἀκανθήεις, ἀκανθίζω, ἀκανθοῦμαι νεοελλ. ελληνογενείς επιστημον. όροι: ακανθάρια, ακανθέλλα, ακανθίαση, ακανθίδιο, ακανθίνη, ακανθίτης, ακάνθωμα, ακάνθωση.
ΣΥΝΘ. ακανθοβόλος, ακανθόνωτος, ακανθοστεφής, ακανθοφάγος, ακανθοφόρος
αρχ.
ἀκανθοβάτης, ἀκανθοπλήξ, ἀκανθοφυῶ
(μσν. νεοελλ.) ακανθολόγος, ακανθοτρόφος, ακανθόχοιρος
μσν.
ἀκανθοβελής, ἀκανθόβλαστος, ἀκανθοτόκος
νεοελλ.
ακανθακτινέλλα, ακανθαστήρ, ακανθεφίππιο, ακανθεφύρα, ακανθεχίνος, ακανθόβιος, ακανθόγλωσσος, ακανθοδάκτυλος, ακανθοειδής, ακανθοζωίδια, ακανθόκαρπος, ακανθόκερας, ακανθοκέφαλα, ακανθόκινος, ακανθόκλαδος, ακανθόκορμος, ακανθόκτενο, ακανθοκύβιο, ακανθολάβος, ακανθόλαβρος, ακανθολείμων, ακανθολεπίς, ακανθόλυση, ακανθομαστίχη, ακανθόμετρο, ακανθόνημος, ακανθοπάναξ, ακανθόρριζα, ακανθοσίκυος, ακανθόσπορος, ακανθόσταυρος, ακανθόσταχυς, ακανθόστιγμα, ακανθόσφαιρα, ακανθόσωμα, ακάνθουρος, ακανθόφις, ακανθοφοίνιξ, ακανθόφυλλο, ακανθοχίασμα, ακανθοχίτων.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: thorn, thistle, name of different thorny plants (Strömberg Pflanzennamen 17), also backbone, spine of fishes, snake, man (Od.). Note ἄκανθος m. acanthus (Acanthus mollis) .
Other forms: ἀκανθίας kind of shark; grasshopper (cf. Strömberg Fischnamen 47, Wortstudien 17); ἀκανθίς name of a bird (goldfinch or linnet, cf. Thompson Birds s. v.), also a plant; ἀκανθυλλίς bird-name (Thompson s. v.), ἀκανθίων hedgehog, ἀκανθέα a plant, ἀκανθηλή meaning unknown.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The basic meaning is thorn, and from there backbone, spine. Usually, ἄκανος pine-thistle is considered basic, but a connection with ἄνθος is improbable; a compound *ἄκ-ανθα Stachelblume (Kretschmer Einleitung 403 A. 1) is a type of etymology of the past. ἄκαν-θα acc. to Solmsen Wortf. 264. Belardi assumes an Indo-Mediterranean substr. word, connecting Skt. kaṇṭ(h)a-, but such combinations with Sanskrit are mostly incorrect, the Indo-Med. hypothesis quite doubtful. Most probable is a (Greek) substr. element, though in this case there is no positive indication except short -α (Beekes, Pre-Greek). There is no reason to assume a secondary Greek formation, as assumed by DELG. - One connects ἀκαλανθίς = ἀκανθίς (Ar.); Niedermann Glotta 19, 8ff. through metathesis of *ἀκανθαλίς.
Middle Liddell
[ἀκή I]
1. a thorn, prickle, Theocr., etc.
2. a prickly plant, thistle; in plural thistledown, Od.:—also a kind of acacia, Hdt.
3. the backbone or spine of animals, Hdt., etc.
4. metaph., ἄκανθαι, thorny questions, Luc.
Frisk Etymology German
ἄκανθα: {ákantha}
Meaning: Dorn, Distel, Bez. verschiedener stacheliger Pflanzen (Strömberg Pflanzennamen 17), auch Rückgrat, (seit Od.) und ἄκανθος m. Bärenklau (Acanthus mollis) .
Derivative: Aus ἄκανθα stammen mehrere Adjektiva: ἀκάνθινος, ἀκανθώδης, ἀκανθικός, ἀκανθηρός, ἀκανθήεις ‘aus ἄκ. bestehend'. Ferner die Substantiva ἀκάνθιον (Demin.), ἀκανθίας Art Haifisch, Art Heuschrecke (vgl. Strömberg Fischnamen 47, Wortstudien 17), ἀκανθίς Vogelname (Distelfink oder Hänfling, vgl. Thompson Birds s. v.), auch Pflanzenname, ἀκανθυλλίς Vogelname (Thompson s. v.), ἀκανθίων Igel, ἀκανθέα Pflanzenname, ἀκανθεών und -θών Dorngebüsch, spinetum, ἀκανθηλή Bed. unbekannt. — Denominatives Verb ἀκανθόομαι Dornen erhalten (Thphr.).
Etymology: Die Erklärung aus *ἀκανανθα, bzw. *ἀκανανθος von ἄκανος und ἄνθος ist hypothetisch, aber ein Kompositum *ἄκανθα Stachelblume (Kretschmer Einleitung 403 A. 1) ist nicht besser. Noch anders (ἄκανθα) Solmsen Wortf. 264. — Hierher gehört wohl auch ἀκαλανθίς = ἀκανθίς (Ar. u. a.); nach Niedermann Glotta 19, 8ff. durch Umstellung aus *ἀκανθαλίς, nach Bq durch Dissimilation aus *ἀκανανθις.
Page 1,50
Chinese
原文音譯:¥kanqa 阿刊他
詞類次數:名詞(14)
原文字根:尖刺植物 相當於: (חֹוחַ) (קֹוץ)
字義溯源:荊棘*,刺;或出自(ἀκμήν)=此刻,時間上的某一點),而 (ἀκμήν)又出自(ἀκέραιος)X=點。*)。荊棘有字面與隱喻兩方面的含意。當亞當犯罪後,耶和華對亞當說,地必為你的緣故受咒詛,地必給你長出荊棘和蒺藜來( 創3:17,18)
同源字:1) (ἄκανθα)荊棘 2) (ἀκάνθινος)多刺的
出現次數:總共(14);太(5);可(3);路(4);約(1);來(1)
譯字彙編:
1) 荊棘(14) 太7:16; 太13:7; 太13:7; 太13:22; 太27:29; 可4:7; 可4:7; 可4:18; 路6:44; 路8:7; 路8:7; 路8:14; 約19:2; 來6:8
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ἡ bot. acacia Τυφωνίου μέλανος γραφή· ἀνεμώνης, ..., σπέρματος ἀκάνθης Αἰγυπτίας escrito con tinta de Tifón: anémona, semilla de acacia P XII 98 ὥρᾳ ἕκτῃ ... δένδρον γεννᾷς ἄκανθαν en la hora sexta engendras una acacia (ref. al sol según las horas) P III 515
Translations
difficulty
Arabic: صُعُوبَة; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: moeilijkheid; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: difficulté; Galician: dificultade; German: Schwierigkeit; Greek: δυσκολία; Ancient Greek: ἄκανθα, ἀμηχανία, ἀμύξ, ἄναντες, ἀπόρημα, ἀπορησία, ἀπόρησις, ἀπορία, ἀπορίη, ἀργαλεότης, ἀσχολία, ἀτεραμνότης, διαπορία, δυσέργεια, δυσέργημα, δυσεργία, δυσκολία, δυσοδία, δυσχέρεια, δυσχρήστημα, δυσχρηστία, δυσχωρία, ἔνστασις, ἐπίστασις, ἐρυμνότης, περισκέλεια, περισκελία, περίστασις, πιεσμός, πλάνη, πρόβλημα, στεῖνος, στενοχώρημα, στενοχώρησις, στενοχωρία, στένωσις, τὰ ἄπορα, τὰ δυσχερῆ, ταλαιπώρημα, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίη, τὸ ἄπορον, τὸ δυσεργές, τὸ δύσκολον, τὸ δυσπετές, τὸ δυσχερές, χαλεπότης, ψῦξις; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: difficoltà; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: difficultas; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade; Romanian: dificultate; Russian: трудность, сложность; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: dificultad; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل, کٹھنائی
acacia
Arabic: أَقَاقِيَا, سَنْط, طَلْح, قَرَظ; Bhojpuri: बबूल; Bulgarian: акация; Catalan: acàcia; Cebuano: akasya; Coptic Sahidic: ϣⲟⲛⲧⲉ; Bohairic: ϣⲟⲛϯ; Fayyumic: ϣⲁⲛϯ; Czech: akácie, kapinice; Dutch: acacia; Esperanto: akacio; Finnish: akasia; French: acacia; German: Akazie; Greek: ακακία; Ancient Greek: ἀγριόκαρδον, ἀγριόκαρδος, ἀειδουράγκαθον, ἀκακία, ἄκανθα, ἀκάνθιον, ἄκανθος, ἀντίγονον, γαυδουράκανθον; Hebrew: שיטה; Hiligaynon: akasya; Hindi: बबूल; Hungarian: akácia; Hunsrik: Akassje; Icelandic: akasía; Indonesian: akasia; Irish: acáise, acaicia, crann acaicia; Italian: acacia; Japanese: アカシア; Kapampangan: akasya; Latin: acacia; Malay: akasia; Maltese: akaċja; Manx: acaashey; Maori: keiha; Norwegian: akasie; Polish: akacja; Portuguese: acácia; Quechua: harka; Romanian: acacia; Russian: акация; Spanish: acacia; Swahili: mshita; Swedish: acacia, acaciaträd, akacia, akaciaträd; Tagalog: langil, akasya; Turkish: akasya; Ukrainian: акація; Volapük: kaaziad, kaaziadabim; Xhosa: umnga